Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Ένα μεγαλοφυές σχέδιο

Ένα μεγαλοφυές σχέδιο

Δράμα σε δύο σκηνές
του
Σ.Π.Παπασηφάκη 
    


 Το έργο είναι βασισμένο  στο διήγημα
του Βασίλη Αναγνώστου,
 «το μεγαλοφυές σχέδιο του κυρίου Σοφούλη»
από τη συλλογή διηγημάτων του
 "ιστορίες για αγρίους"

(η διασκευή έχει γίνει ύστερα από την άδεια
του συγγραφέα του διηγήματος)

Το παρόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί

από σχολεία στα πλαίσια των εκδηλώσεών τους.

Απαραίτητη προϋπόθεση να αναφέρεται το όνομα

του διασκευαστή.

Απαγορεύεται η ανάρτησή του σε ιστοσελίδα ή ιστολόγιο

καθώς και η διασκευή του χωρίς άδεια.

ΔΙΑΝΟΜΗ
Κος Σοφούλης
Η σπιτονοικοκυρά
Α΄ υπάλληλος
Β΄  υπάλληλος
Η υπάλληλος
 Ο τμηματάρχης
Ο κλητήρας
Η νοσοκόμα
 Ένας τρελός
Α΄  διαβάτης
Β΄  διαβάτης
Γ΄  διαβάτης
Α΄  γυναίκα
άνδρες και γυναίκες περαστικοί
ΣΚΗΝΗ  ΠΡΩΤΗ
(Μόλις ανοίγει η αυλαία φαίνονται: δεξιά, τα γραφεία ενός δημόσιου ταμείου, ακριβώς απέναντι, η πρόσοψη ενός γραφείου ταξιδίων, και αριστερά το εσωτερικό ενός σπιτιού. Ο κύριος Σοφούλης εργάζεται σκυμμένος στο γραφείο του, ενώ στη μέση της σκηνής δύο υπάλληλοι συζητούν τρώγοντας κουλούρι.)
Α ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Αργήσαμε πάλι.
Β ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ; Δε βαριέσαι, η πρώτη ή η τελευταία φορά θα 'ναι;
Α ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Όλοι οι υπάλληλοι του δημόσιου αργοπορημένοι πάνε στη δουλειά, σου λένε: δημόσιο είναι, βάρα!
Β ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Όχι όλοι. Κι ο Σοφούλης;
Α ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Μπα, αυτός τώρα ήδη  θα’ ναι χωμένος μέσα στα χαρτιά του, Πως τον λένε αλήθεια στο μικρό, Σοφούλης είναι το επίθετο, έτσι δεν είναι;
Β ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Κι εγώ έτσι τον ξέρω. Είναι πολλοί άνθρωποι που παρέμειναν μόνο με το επώνυμό τους θες γιατί είναι μικρό και εύηχο, θες γιατί κανείς δε γνοιάστηκε στ’ αλήθεια να μάθει τ’ όνομά τους. Είναι από τους πιο παλιούς υπαλλήλους του ταμείου θα’ χει πάνω από είκοσι χρόνια υπηρεσία, μην κοιτάς που είναι τόσα χρόνια κολλημένος στη θέση του  διεκπεραιωτή. Του λείπει το..., σάλιο (δείχνει τη γλώσσα του) για να προωθηθεί.  Όσο κι αν αλλάζουν, οι διευθυντές, οι τμηματάρχες, οι προϊστάμενοι, αυτόν τον βλέπεις στην ίδια θέση, στην ίδια στάση, απασχολημένο στην ίδια δουλεία, αυτή του διεκπεραιωτή, Ξέρεις τι μου' λεγε προχθές ο... Νικητόπουλος,  από το λογιστήριο; «Αυτός παιδί μου ήρθε στον κόσμο με...μανσέτες (δείχνει τα χέρια του) και με φαλάκρα», (γελάνε, τελειώνουν το κουλούρι τους και μπαίνουν στο ταμείο, φορούν τις μανσέτες και κάθονται στο γραφείο τους.)

Α ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Καλημέρα κύριε Σοφούλη.
Β ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Καλημέρα κύριε Σοφούλη,
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: (Ανασηκώνοντας λίγο το κεφάλι από τα χαρτιά του) Καλημέρα κύριοι.
Β ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: (Κάνοντας νόημα στον άλλο) Ηηη κυρία Σίμου, δεν ήρθε ακόμη κύριε Σοφούλη;
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: (Ξαφνιασμένα) Τι; Α όχι ακόμη. (Οι υπάλληλοι αρχίζουν να εργάζονται όταν έρχεται η Κα Σίμου.)
Η  ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Καλημέρα σας.
Α  ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Καλημέρα.
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: (Σηκώνεται λίγο από τη θέση του) Καλημέρα σας κυρία Σίμου.
Β  ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Α!  Μα ελάτε επιτέλους, ελάτε δεσποινίς κι ανησυχήσαμε.
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Ποιοι...  ανησυχήσατε;
Β  ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Ο κύριος Σοφούλης. Από το πρωί ρωτάει. Που είναι η κυρία Σίμου; Και, που είναι η κυρία  Σίμου; "Και.. . άργησε σήμερα η Κα Σίμου και, λέτε να έσπασε το πόδι της η Κα Σίμου; Έτσι δεν είναι κύριε Κωνσταντόπουλε;            
Α   ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Βέβαια, βέβαία!
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Εγώ:...Μα:..
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: (Που μπαίνει στο κόλπο) Ελάτε τώρα ομολογήστε, μ’ αγαπάτε, δε μ’ αγαπάτε; Αν φερ’ ειπείν πάθαινα κάτι δεν θα στενοχωριόσασταν λιγουλάκι για μένα;
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Μα τι λέτε; Πως είναι δυνατόν δεσποινίς Αγγελική.
Α ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Να το! Η μάσκα έπεσε! Το... Κα Σίμου έγινε Αγγελική. Και πως το είπε (παρασταίνει) Αγγελική!  Λες και μιλούσε  με τα ουρί του παραδείσου.
Β  ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Εγώ λέω ότι ο νους του είναι στην σπιτονοικοκυρά του. Σου λέει ο κύριος Σοφούλης, τζάμπα φαΐ, τζάμπα ύπνο, τζάμπα...Δε λέω, είναι λίγο χοντρούλα, αλλά δε βαριέσαι, καλύτερα, χειμωνιάτικη γυναίκα.
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Αφήστε με λοιπόν, Τι σας έκανα; (Μπαίνει ο τμηματάρχης. Όλοι σηκώνονται όρθιοι.)
ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗΣ: Καλημέρα.
Α  ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Καλημέρα.
Β ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Καλημέρα .
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ; (δουλικά) Καλημέρα σας κύριε προϊστάμενε.
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Καλημέρα.
ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗΣ: Πως πάνε τα παράβολα, εδόθησαν στην τράπεζα της Ελλάδος κύριε Κωνσταντόπουλε;
Α ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Μάλιστα κύριε προϊστάμενε.
ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗΣ: Κυρία  Σίμου ελάτε να σας υπαγορεύσω μίαν επιστολή παρακαλώ.
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ:(Πλησιάζει  με το τεφτέρι της και κάθεται σταυροπόδι δίπλα από το γραφείο του τμηματάρχη.)   Σας ακούω.
ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗΣ: (χαμηλότερα) Στις ομορφιές σας είσαστε σήμερα. (Ο Κος Σοφούλης που τόση ώρα ήτανε σκυμμένος σηκώνει λίγο το κεφάλι  και ρίχνει μια ματιά.)
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Ω!
ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗΣ:Ε...λοιπόν...Προς την Εθνικήν τράπεζα της Ελλάδος, Γεωργίου Σταύρου Ενταύθα και τα λοιπά, και τα λοιπά... Κύριοι, έχομεν  την τιμήν  να γνωρίσομεν υμίν (της ρίχνει μια ματιά) να γνωρίσομεν υμίν, (χαμηλότερα) στις ομορφιές σας είσαστε σήμερα, (του χαμογελά) ότι το ισοζύγιον τρεχουσών λογαριασμών της τραπέζης σας, δια  το διαρρεύσαν  οικονομικό έτος είναι ισοσκελισμένον και μπορείτε να προβείτε, (χαμηλότερα) παίζει μία ταινία στον γειτονικό κινηματογράφο, να...προβείτε το γράψατε  εις το κλείσιμο των βιβλίων σας. (χαμηλότερα) Θα ηθέλατε να πάμε την Τετάρτη.  Την Τετάρτη λέγω. Ω! συγνώμη.. Μετά τιμής ήθελα να πω… Μετά τιμής, και τα λοιπά, και τα λοιπά, Δεσποινίς, να το καθαρογράψετε, και να το δώσετε στον κύριο Σοφούλη να το γράψει εις τρία αντίγραφα. Εις τρία αντίγραφα, Αν με ζητήσει κανείς θα είμαι εις το λογιστήριον.
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Μάλιστα κύριε προϊστάμενε.(Σηκώνεται  και κάθεται στο γραφείο της. Ο τμηματάρχης φεύγει.)
Β ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Εις το λογιστήριον.. (παρασταίνει) Αυτό ήταν. Τέρμα το μεροκάματο. Ποιο λογιστήριο; Σε λίγο θα ακούγονται από δω τα πούλια από το τάβλι. Παίζει με τον προϊστάμενο του λογιστηρίου.
Α ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Προχθές τους είδα που πέρασα. Ο δικός μας έχανε ως φαίνεται, γιατί τον άκουσα που φώναζε.  «Δεν έχετε το ανάστημα εις το τάβλι», ή «εις εμέ  θα βρείτε τον μάστορήν σας».  (Σε λίγο αρχίζουν να μπαίνουν άνθρωποι μέσα στο ταμείο.)
ΠΕΛΑΤΗΣ:(Στην υπάλληλο) Ξέρετε, έχασα την αστυνομική μου ταυτότητα,
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Θα πάτε στον κύριο  (δείχνει  τον κύριο Σοφούλη) να σας  κόψει ένα παράβολο και μ’ αυτό  θα πάτε στην αστυνομία να σας βγάλουν άλλη.
ΠΕΛΑΤΗΣ: (Πάει στον κύριο Σοφούλη) Ξέρετε έχασα την αστυνομική μου ταυτότητα.
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Διακόσιες ενενήντα πέντε δραχμές κύριε.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Ορίστε τριακόσιες.
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Ξέρετε....  δεν έχω ρέστα.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Καλά, δεν πειράζει. (Ο πελάτης φεύγει.)
Α ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: (Σιγά στον Β) Τώρα θα του κολλήσω για τις ταυτότητες.  Κι αυτός την αστυνομική του ταυτότητα έχασε κύριε Σοφούλη;
Β  ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Α! δεν έχουν το θεό τους,  αχαρακτήριστοι είναι.
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Μα βέβαια. (που αρπάζεται) Πως χάνεις κύριε την ταυτότητα;  Πως χάνεις  ένα τόσο πολύτιμο έγγραφο. Στο κάτω- κάτω σε πιάνουν βρε αδελφέ. Πως θα αποδείξεις ποιος είσαι; Ή… πεθαίνεις ξαφνικά στο δρόμο. Πως  θα βρουν που μένεις; Πως λοιπόν χάνεις ένα τόσο πολύτιμο έγγραφο. (Κατ' ιδίαν) Καλά πάμε και σήμερα, μ’ αυτόν εδώ περνάμε τα πέντε...
Α ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Τι πάθατε κύριε Σοφούλη; Μονολογείτε;
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Τίποτα: Τίποτα: (Μπαίνει ο κλητήρας βαριεστημένα)
ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Κύριε Νικολαΐδη, αυτό το φάκελο μου τον έδωσε η κυρία Καλλιόπη από το λογιστήριο και είπε να του ρίξετε μια ματιά.
Β ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Καλά άστο. (Ο κλητήρας πηγαίνει στον κύριο Σοφούλη και του πετάει ένα φάκελο) μπροστά στη μύτη. Ο Κος Σοφούλης δεν του δίνει σημασία, παίρνει το φάκελο, του ρίχνει μια ματιά, τον αφήνει δίπλα του και συνεχίζει τη δουλειά του.)
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Κύριε Σοφούλη, αυτή την επιστολή σε τρία αντίγραφα. Εις τρία αντίγραφα.(παρασταίνει τον προϊστάμενο της) Γιάννη, (στον κλητήρα) παράδωσε αυτά στο δώδεκα.
ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Ευχαρίστως, (φεύγει) (Μπαίνουν ακόμη μερικοί πελάτες σποραδικά στο ταμείο. Συγχρόνως μπαίνει και μουσική η οποία υποδηλώνει τον χρόνο που κυλάει) )
Α ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Πέρασε η ώρα, ώρα να φεύγουμε. Πού θα πάτε σήμερα κυρία Σίμου; (Αρχίζουν να ετοιμάζονται όλοι πλην του κυρίου Σοφούλη)
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Σε ένα φιλικό σπίτι.
Α ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Εσείς κύριε Νικολαΐδη;
Β ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Υποσχέθηκα σε κάποιο φίλο να πάμε στο θέατρο σήμερα.
 Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Εσείς κύριε Σοφούλη;
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ  Έχω να τελειώσω τα αντίγραφα αυτά, θα καθυστερήσω λίγο. Στο σπίτι θα περάσω, που αλλού;
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Θα σας μαλώσω κύριε Σοφούλη. Από πότε έχετε να βγείτε  έξω;
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ; Θαρρείτε πως δε θέλω; Μα μετά βίας περνώ το μήνα με το μισθό μου. Τι  να σου κάμουν δύο χιλιάδες πεντακόσιες το μήνα;
Α ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ; Δε βαριέστε σάμπως εμείς παίρνουμε περισσότερα, μα όσο για μια βόλτα την κάνουμε. Αντίο σας.
ΟΙ ΑΛΛΟΙ: Αντίο.
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Αντίο, Καλή σας όρεξη.
Β ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Περιμένετε να σας συνοδέψω ως πιο κάτω.(Ο Κος Σοφούλης σηκώνει το κεφάλι και τους κοιτάει. Ο Α' υπάλληλος κάνει αποχαιρετιστήριο νόημα.)
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Αντίο σας, καλή όρεξη. (Οι άλλοι φεύγουν. Ο Κος Σοφούλης συνεχίζει να εργάζεται σκυμμένος στο γραφείο του, ανάμεσα στα χαρτιά του. Σε λίγο μπαίνει ο κλητήρας.)
ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Αυτό είναι για τον κύριο Νικολαΐδη (το αφήνει στο γραφείο του) Τώρα, αύριο πια.
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: (Φοβισμένα) Κύριε Παπαδόπουλε, θα μπορούσατε σας παρακαλώ να πάτε αυτά τα αντίγραφα στο πρωτόκολλο;
ΚΛΗΤΗΡΑΣ:(Νευριασμένα) Α!  Ακούστε να δείτε, δεν τα πάτε λέω γω  μόνος σας να ξεμουδιάσετε κιόλας; Όλη μέρα πάνω-κάτω, ρόδες νομίζετε ότι έχουν τα πόδια μου;(Φεύγει νευριασμένα. Ο Κος Σοφούλης σηκώνεται σιγά-σιγά, παίρνει την τσάντα του και δύο φακέλους παραμάσχαλα και φεύγει για το σπίτι, στο δρόμο σταματάει  μπροστά από το γραφείο ταξιδιών  «ο Πήγασος»  και κοιτάει αρκετή ώρα τις αφίσες που είναι αναρτημένες στην πρόσοψη του γραφείου.  Μετά πηγαίνει στο σπίτι του.)
ΣΠΙΤΟΝΟΙΚΟΚΥΡΑ: Α ήρθες επιτέλους; Εσύ κλειδώνεις την υπηρεσία κάθε μέρα; Όλοι οι υπάλληλοι φεύγουνε στην ώρα τους, κι εσύ...Τι περιμένεις μωρέ να σου δώσουνε, το μεγαλόσταυρο του σωτήρα; Τόσα χρόνια υπηρεσία κι ακόμη στις δύο χιλιάδες πεντακόσιες είσαι κολλημένος. (Ο Κος Σοφούλης δυσανασχετεί αλλά σκύβει το κεφάλι υπομονετικά.)
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: (Δειλά) Τι έχουμε σήμερα;
ΣΠΙΤΟΝΟΙΚΟΚΥΡΑ: Λαχανόρυζο. Τώρα θα σου βάλω να φαρμακώσεις. (Του βάζει κι αυτός αρχίζει να τρώει με βουλιμία. Όταν τελειώνει σκουπίζεται και η σπιτονοικοκυρά μαζεύει το τραπέζι. Αυτός βάζει τους φακέλους πάνω στο τραπέζι κι αρχίζει να γράφει. Η σπιτονοικοκυρά πηγαίνοντας στο διπλανό  δωμάτιο του λέει.)
ΣΠΙΤΟΝΟΙΚΟΚΥΡΑ: Κοίταξε να τελειώσεις νωρίς να σβήσεις το φως. Δεν μπορώ να πληρώνω ένα σωρό ρεύμα για τα μούτρα σου.(Η σπιτονοικοκυρά φεύγει.. Αυτός συνεχίζει την εργασία του. Σιγά-σιγά η μέρα διάβηκε κι αρχίζει να σκοτεινιάζει για τα καλά. Ο κύριος Σοφούλης βγάζει από την τσάντα του ένα μπλοκάκι κι αρχίζει να κάνει κάποιους λογαριασμούς.)
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Έχουμε και λέμε: είκοσι τέσσερα επί δώδεκα μμμμμ τέσσερα και τέσσερα οκτώ, δύο. Διακόσια ογδόντα οκτώ. Μμμ και επτά, διακόσια ενενήντα πέντε. Μάλιστα διακόσια ενενήντα πέντε. Επί τριάντα μμμ οκτώ χιλιάδες οκτακόσια πενήντα. Κοντά ένα εκατ...
ΣΠΙΤΟΝΟΙΚΟΚΥΡΑ: (Από μέσα) Ακόμη το φως.
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: (Υποτακτικά) Μάλιστα. Το σβήνω. Τώρα τελείωσα. Πηγαίνω για ύπνο. Καληνύχτα σας.(Ο Κος Σοφούλης πηγαίνει για ύπνο φανερά κουρασμένος. Στη σκηνή ακούγεται ένα τραγουδάκι που έλεγε μικρός στο κατηχητικό.)

Τα χριστιανόπουλα
θα πάνε με φτερά,
να πούνε μήνυμα
που φέρνει τη χαρά.

Μας περιμένει
με λαχτάρα όλη γη
κι εμείς κινήσαμε
πρωί με την αυγή.

Τίποτε στον κόσμο
δε μας σκιάζει
ούτε η μπόρα
ούτε το χαλάζι.

 Έχουμε μαζί  μας
 το Χριστό,
Σύντροφο χαράς
πατέρα κι αδελφό

Εμπρός με μια ψυχή
μας περιμένει η γη.
(Την άλλη μέρα το πρωί. Η σκηνή στο γραφείο. Όλοι οι υπάλληλοι είναι εκεί  και εργάζονται. Ο προϊστάμενος λείπει, Από καιρού εις καιρό, ακούγεται ο θόρυβος που κάνουν τα πούλια από το τάβλι όταν τα κτυπάς με δύναμη.)
Α  ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Αγρίεψε ο καιρός.
Β  ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Σηκώθηκε πολύς αέρας. Εγώ λέω ότι μπορεί να ρίξει και χιόνι.
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Λέτε να το στρώσει.
Β  ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: (Κάνοντας νόημα) Σίγουρα θα το στρώσει. (Ρίχνει ψιλοκομμένο λευκό χαρτί που το μαζεύει από το διακορευτή πάνω στο κεφάλι του Κου Σοφούλη ενώ φωνάζουν όλοι ρυθμικά.)
ΟΛΟΙ: Χιόνι!.. Χιόνι!....
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Βγάζοντας  του τα χαρτάκια.   Χιόνισαν τα βουνά κύριε Σοφούληηη.
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Μα τι σας έχω κάνει, γιατί με τυραννάτε. (Μπαίνουν ορισμένοι πελάτες και η  κουβέντα σταματάει.) (Σε λίγο κάποια κυρία πλησιάζει το γραφείο του κυρίου Σοφούλη και του λέει:)
Α  ΓΥΝΑΙΚΑ: Παράβολο για την έκδοση νέας ταυτότητας εδώ κόβετε;
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Εδώ. Χάσατε την ταυτότητα σας;
Α   ΓΥΝΑΙΚΑ: Μάλιστα.
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ:  ( Της δίνει το παράβολο) Διακόσες ενενήντα πέντε.
Α  ΓΥΝΑΙΚΑ: Ορίστε τριακόσιες.
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Ξέρετε,  δεν έχω ρέστα.
Α ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν πειράζει, για ένα τάλιρο. (Η γυναίκα φεύγει. Ο κύριος Σοφούλης βγάζει το μπλοκάκι του και γράφει κάτι.)
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Οκτώ χιλιάδες οκτακόσια πενήντα ένα. (Μετά από λίγο σηκώνεται και πηγαίνει προς τα άλλα γραφεία) Αν με ζητήσει ο κύριος προϊστάμενος, πάω μέχρι το πρωτόκολλο.
Α  ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Και γιατί δεν στέλνετε τον κλητήρα.
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Πάω μόνος μου για να ξεμουδιάσω και λίγο. Κι αυτός ο κλητήρας όλη μέρα πάνω-κάτω κουράζεται. Ρόδες νομίζετε ότι έχουν τα πόδια του; (Οι υπάλληλοι μορφάζουν σηκώνοντας τους ώμους ενώ ο Κος Σοφούλης βγαίνει. Μετά από λίγο έρχεται ο τμηματάρχης.)
ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗΣ: (Ρίχνει μία πρόχειρη ματιά και βλέπει τη θέση του Κου Σοφούλη άδεια.) Πού είναι ο κύριος Σοφούλης;
Α  ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Πήγε κάτι έγγραφα στο πρωτόκολλο κύριε προϊστάμενε.
ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗΣ: Και γιατί δεν τα έστελνε με τον κλητήρα;
Α  ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Δεν...ξέρω κύριε προϊστάμενε. (Εκείνη τη στιγμή ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο κύριος Σοφούλης.)
ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗΣ: Πού ήσασταν κύριε Σοφούλη;
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Ξέρετε κύριε προϊστάμενε....είχα πάει μέχρι τον πρώτο όρ...
ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗΣ: (Κοιτάζοντας τους άλλους και κουνώντας το δάκτυλο) Κύριε Σοφούλη, αν νομίζετε ότι μπορείτε να αλωνίζετε  εδώ  μέσα δίχως να δίνετε λογαριασμόν απατάσθε.
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Μα...
ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗΣ: Δεν θέλω κουβέντα. Αν θέλετε να σας υποβιβάσουμε  εις κλητήρα, δεν έχετε παρά να μας το ζητήσετε. Καθίστε παρακαλώ. (Ο τμηματάρχης βγαίνει νευριασμένος αφού πρώτα ρίχνει μια ματιά στους άλλους υπαλλήλους. Ο κύριος Σοφούλης κάθεται στη θέση του. Όλοι δουλεύουν αμίλητοι. Σε λίγο ένας- ένας σηκώνονται για να φύγουν.)
Α  ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Αντίο σας.
ΟΙ ΑΛΛΟΙ: Αντίο.
Η  ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Αντίο σας.                                             \
Β  ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Περιμένετε να σας πάω λίγο πιο κάτω. Αντίο κύριε Σοφούλη. (Ο Κος Σοφούλης τους παρακολουθεί έως ότου χάνονται στο βάθος του δρόμου. Ύστερα σκύβει και συνεχίζει τη δουλειά του. Λίγο αργότερα, σηκώνεται, μαζεύει τα πράγματα του και φεύγει. Μπροστά στο γραφείο ταξιδιών σταματά, και αφού κοιτάζει αριστερά και δεξιά μπαίνει μέσα. Σε λίγο βγαίνει με κάτι χαρτιά στα χέρια και πηγαίνει στο σπίτι του. Μόλις μπαίνει μέσα κρύβει τα χαρτιά και κάθεται στο τραπέζι. Σε λίγο μπαίνει η σπιτονοικοκυρά  του.)
ΣΠΙΤΟΝΟΙΚΟΚΥΡΑ: Νωρίτερα ήρθες σήμερα, τι έγινε  διορίσανε άλλο φύλακα; Και, δεν έφερες δουλειά για το σπίτι. Κανάς φούρνος θα γκρεμίσει. Σήμερα έχουμε λαχανόρυζο που περίσσεψε από χθες. Δεν αφήνεις και κανένα φράγκο παραπάνω να φάμε κανένα κρεατικό. Δε βλέπεις που έφεξα, μα και συ κακομοίρη μου, σαν τον Άγιο Ονούφριο έχεις γίνει. (Του αφήνει το φαγητό στο τραπέζι) Κοίτα,μην κάνεις το βρικόλακα πάλι   το βράδυ. Να κοιμηθείς νωρίς. (Μόλις φεύγει η σπιτονοικοκυρά του βγάζει μία λευκή κόλα χαρτί και γράφει με προσοχή. Μετά το βάζει σε ένα φάκελο και το κλείνει. Κάνει κάποιες άλλες σημειώσεις. Έπειτα σηκώνεται και πλησιάζει προς την κρεβατοκάμαρα της σπιτονοικοκυράς του ακροποδητί. Από μέσα ακούγεται ροχαλητό. Γυρίζει αμέσως, βγάζει τα κρυμμένα χαρτιά, και τα απλώνει επάνω στο τραπέζι. Τα χαζεύει ώρα πολύ.
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Αϊτή!  Όμορφο μέρος! Όμορφο μέρος!  Για να δούμε πρώτα τα οικονομικά. Λοιπόν. Έχουμε και λέμε. Έχω είκοσι τέσσερα χρόνια υπηρεσία, επί δώδεκα μήνες που έχει ο χρόνος, μας κάνουν διακόσιους ογδόντα οκτώ μήνες, και επτά μήνες, διακόσιοι ενενήντα πέντε. Χι χι χι όσο και το πρόστιμο για την ταυτότητα. Διακόσιοι ενενήντα πέντε μήνες επί τριάντα μέρες μας κάνουν,....μας κάνουν., οκτώ χιλιάδες οκτακόσιες πενήντα μέρες, επί είκοσι άτομα τη μέρα. Χου χου χου κοντά ένα εκατομμύριο. Με τους τόκους τόσων ετών πάνω από πέντε εκατομμύρια. (Παρασταίνει) Δεν έχω ρέστα κύριε, Χι χι χι κι όλοι το χαύαυνε. Θέλω να δω τη μούρη του προϊσταμένου μου αύριο όταν θα του δώσω την παραίτηση. Πρωί-πρωί θα πάω στην τράπεζα, και μετά...Αχ! Αϊτή!  Αϊτή!..  θα φτιάξω ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα,  θα έχω ένα κήπο όλο λευκά τριαντάφυλλα, θα πάρω και μία μπρούτζινη Αΐτινή να με υπηρετεί. Και όλο τσιριμόνιες θα είναι, και μάλιστα κύριε Σοφ. Νίκο με λένε μωρέ!  Νίκο!  ποιος γνοιάστηκε να το μάθει τόσα χρόνια: Νίκοο (φωναχτά. (Σταματά απότομα και κοιτά μήπως ξύπνησε τη σπιτονοικοκυρά  Την άλλη μέρα όλοι εργάζονται κανονικά εκτός από τον Κο Σοφούλη)
ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗΣ: Μα τι έγινε σήμερα ο κύριος Σοφούλης;
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ; Τόσα χρόνια που τον ξέρω δεν έτυχε να αργήσει ούτε μία μέρα.
ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗΣ: Εγώ που έχω εικοσιπέντε συναπτά έτη υπηρεσίαν μία φορά ενθυμούμε που δεν ήρθε. Αλλά και πάλι ήρθε στη δουλειά πρωί-πρωί να μας ενημερώσει ότι ήτο άρρωστος. (Μετά από λίγο εμφανίζεται ο κύριος Σοφούλης. Είναι εντελώς αλλαγμένος. Μπαίνει χωρίς να χαιρετήσει κανέναν, κατευθύνεται χωρίς να σταματήσει πουθενά στον τμηματάρχη, και του αφήνει ένα λευκό φάκελο. Ύστερα φεύγει αμέσως. Ο τμηματάρχης διαβάζει λίγο κι αλλάζει χρώμα.)
ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗΣ: Παραιτείται.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Παραιτείται;
ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗΣ: Παραιτείται. (Όλοι σηκώνονται όρθιοι και τον κοιτούν που φεύγει κοιτάζοντας ψηλά. Μπαίνει μέσα στο γραφείο ταξιδιών και βγαίνει σε λίγο με κάτι χαρτιά. Βγαίνει από την αίθουσα.)
ΠΑΥΣΗ (Ξαφνικά ακούγεται ο ήχος μιας μηχανής που παίρνει μπρος και Φεύγει.)
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: (Βγαίνει στη σκηνή τρέχοντας) Κλέφτες! Κλέφτες! Με κλέψανε.
(Ξοπίσω του έρχονται μερικοί περαστικοί)
Α  ΔΙΑΒΑΤΗΣ: Ζούγκλα είμαστε, ζούγκλα.
Β   ΔΙΑΒΑΤΗΣ: Ήταν πολλά;
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Πολλά!..  πολλά!....
Γ   ΔΙΑΒΑΤΗΣ: Μα η αστυνομία. Τι κάνει η αστυνομία;
Β  ΔΙΑΒΑΤΗΣ: (στους άλλους)  Μα κι αυτός ο χριστιανός, τόσα λεφτά βρήκε να κρατάει επάνω του;
(Αυτοί συνεχίζουν να συζητάνε χειρονομώντας ενώ ο Κος Σοφούλης σκύβει και κλαίει πνιχτά.)

ΣΚΗΝΗ   ΔΕΥΤΕΡΗ
(Στο βάθος δεξιά είναι ένα ψυχιατρείο. Στην αρχή είναι σκοτεινά. Ακούμε το θόρυβο και βλέπουμε το φως από τους προβολείς των περαστικών αυτοκινήτων. Φαίνεται ένας άνθρωπος που στηρίζεται στην καγκελόπορτα του ιδρύματος,  Όταν ανοίγει λίγο η μέρα, βλέπουμε      τον κύριο Σοφούλη να κοιτάζει προς το άπειρο σαν κάτι να βλέπει. Σε λίγο βγαίνει ένας άλλος ψυχασθενής. Τον πλησιάζει και του λέει:)
ΤΡΕΛΟΣ: Είπε η νοσοκόμα, να πας μέσα είπε ,   θα πουντιάσεις είπε. (Ο Κος Σοφούλης δεν του απαντά. Σε λίγο προβάλει η νοσοκόμα από την πόρτα.)
ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Κύριε Σοφούλη, κύριε Σοφούλη... Ελάτε μέσα, θα πουντιάσετε· (Αφού βλέπει ότι δεν της δίνει σημασία ξαναμπαίνει μέσα. Η μέρα σηκώθηκε για τα καλά, και οι πρώτοι διαβάτες αρχίζουν να περνούν από το δρόμο. Μόλις βλέπει τον πρώτο ο Κος Σοφούλης βάζει το χέρι στην τσέπη, βγάζει ένα τάλιρο και προτείνοντας το του λέει:)
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Κύριε, κύριε  τα ρέστα σας.
 Α  ΔΙΑΒΑΤΗΣ:  ....(Προς το δεύτερο διαβάτη που περνά από το δρόμο.)
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Κύριε, κύριε,  τα ρέστα σας.
Β   ΔΙΑΒΑΤΗΣ: ....
Κος ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Κύριε, κύριε,  τα ρέστα σας.... (πιο δυνατά και πνιχτά)   ΚΥΡΙΕ, ΚΥΡΙΕ ΤΑ ΡΕΣΤΑ ΣΑΣ:.. ΚΥΡΙΕ....

αυλαία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου