Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Έρως - ήρως

Μονόπρακτο δράμα
Ελεύθερη διασκευή

Σ.Π.Παπασηφάκης
Δάσκαλος
τ. Επιμορφωτής Θεατρικής Παιδείας
Ν.Ε.Λ.Ε. Ευβοίας

Από το ομώνυμο διήγημα του
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


Το παρόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί

από σχολεία στα πλαίσια των εκδηλώσεών τους.

Απαραίτητη προϋπόθεση να αναφέρεται το όνομα

του διασκευαστή.

Απαγορεύεται η ανάρτησή του σε ιστοσελίδα ή ιστολόγιο

καθώς και η διασκευή του χωρίς άδεια.

Πρόσωπα:

Γιωργής
Αρχόντω
Γριά Μαρουδίτσα
Γριά Μπούρμαινα
Τρελο-Φραγγούλης
Κυρα-Σινιώρα
Κυρα-Αργυρώ
Ο γραμματέας του λιμεναρχείου
Ο γαμπρός

(Το έργο διαδραματίζεται σε ένα νησί του Αιγαίου γύρω στα 1912. Αριστερά στη σκηνή είναι το εσωτερικό του σπιτιού της γριάς Μπούρμαινας, της μάνας του Γιωργή. Λίγο πιο μπροστά και δεξιότερα είναι η βάρκα του Γιωργή η Ελεούσα. Πίσω στο σκηνικό είναι ζωγραφισμένα τρία σπίτια ολόλευκα με καφετιές πόρτες και παράθυρα. Δίπλα από κάθε πόρτα είναι ένα παγκάκι. Ένα ακόμη είναι μπροστά, κοντά στη βάρκα. Στο δεξιό μέρος της σκηνής είναι η βρύση του χωριού.)

Σκηνή 1η
(Το έργο αρχίζει ένα πρωινό Απρίλη μήνα. Όταν ανοίγει η αυλαία βλέπουμε στο μπροστινό παγκάκι το Γιωργή με τον τρελο-Φραγγούλη να συζητούν)
ΓΙΩΡΓΗΣ: Κοίτα! Εδώ το’ χω
ΤΡΕΛΟ ΦΡΑΓΓΟΥΛΗΣ: Ποιο;  
ΓΙΩΡΓΗΣ: Το γράμμα ντε!  Άκου:  Γιωργή μου, Γιωργή μου, ακούς με λέει Γιωργή μου…
ΤΡΕΛΟ ΦΡΑΓΓΟΥΛΗΣ: Και πως ήθελες να σε λέει …. Σταμάτη μου!.. (Παύση) Κι εμένα η Αγγέλικα με έλεγε Φραγγούλη μου! Αμήη.
ΓΙΩΡΓΗΣ: Άστα αυτά τώρα κι άκου.. Γιωργή μου, κι εγώ σ’ αγαπώ, μόνο πρέπει να κάμουμε λίγη υπομονή. Άμα θα πάρεις το δίπλωμα του καπετάνιου για τη φελούκα σου (κατ’ ιδίαν) -άτιμε λιμενάρχη- και σίγουρο μιστό η μάνα μου θα στέρξει, τι θα κάμει. Γιώργη, η μάνα μου θέλει να με παντρέψει  μα γω δεν παίρνω άλλον έξω από σένα…  Βλέπεις, εγώ φταίω, σαν τηνε πάω στο νησί απέναντι δεν της δίνω μια σπρωξά να πάει μέχρι τον πάτο να μετρήσει τα ψάρια μόνο κάθομαι και τηνε κοιτάω!  (Συνεχίζει) Κάλιο το’ χω Γιώργη μου να μείνω έτσι παρά να πάρω άλλο.(Κατ’ ιδίαν)  Μ’ αγαπάει. Φως φανάρι….
ΤΡΕΛΟ ΦΡΑΓΓΟΥΛΗΣ: Κι εμένα η Αγγέλικα όλο γλύκες ήτανε και μετά…. Θάλασσα είν’ η γυναίκα, μια φουρτούνες μια γαλήνη… (Ο Γιωργής κουνά το χέρι του και σηκώνεται να φύγει γιατί έρχονται γυναίκες στη βρύση)
ΣΙΝΙΩΡΑ: Τα’ μαθες τα νέα; (γεμίζει τη στάμνα της με νερό)
ΑΡΓΥΡΩ: Τι;
ΣΙΝΙΩΡΑ: Παντρολογήματα. Η κόρη της Μαρουδίτσας, η Αρχόντω, παντρεύεται λέει.
ΑΡΓΥΡΩ: Με το Γιωργή της Μπούρμαινας;
ΣΙΝΙΩΡΑ: Ποιο Γιωργή καλέ; Ο γαμπρός λένε είναι νοικοκύρης άνθρωπος πέρα από τα είκοσι τέσσερα χωριά.
ΤΡΕΛΟ ΦΡΑΓΓΟΥΛΗΣ: (Που άκουγε την κουβέντα. Σηκώνεται και πηγαίνει κοντά τους.)
Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά
Κι αν μαραθούν οι κλώνοι… (Η Σινιώρα τον σπρώχνει)
ΣΙΝΙΩΡΑ: Δεν πας παραπέρα.. Την όρεξής σου θαρρείς ότι έχουμε…
ΤΡΕΛΟ ΦΡΑΓΓΟΥΛΗΣ: (Φεύγοντας)
Αγάπη μου ξινόρογδο
Ξαρρωστικό κυδώνι
Όλο τον κόσμο ξαρρωστάς
Κι εμένα θανατώνεις
ΑΡΓΥΡΩ: Καλά και με το Γιωργή που λέγανε ότι τά’ χουνε μπλεγμένα…
ΣΙΝΙΩΡΑ: Καλά μαρή που ζεις, αγάπες και λουλούδια, εδώ σου λένε ο γαμπρός είναι νοικοκύρης με όλο του το έχει, τους έρωτες θα κοιτάξουνε τώρα.
ΑΡΓΥΡΩ: (Σιγά) Άλλαξε κουβέντα έρχεται η γριά Μαρουδίτσα.
ΣΙΝΙΩΡΑ: Αχ! Δουλειά κι αυτή να κουβαλούμε νερό με τη στάμνα όλη μέρα πάνω κάτω…
ΜΑΡΟΥΔΙΤΣΑ: Καλή μέρα γειτόνισσες.
ΣΙΝΙΩΡΑ: Καλημέρα.
ΑΡΓΥΡΩ: Καλημέρα…. (Τώρα γεμίζει αυτή) Τι έμαθα κυρα-Μαρουδίτσα παντρεύεις την Αρχόντω σου;
ΜΑΡΟΥΔΙΤΣΑ: Λόγια του κόσμου γειτόνισσα. Πουου έχουμε καιρό ακόμα. Εμένα το κορίτσι μου δεν το πήρανε και τα χρόνια μπροστά, ας παντρευτούνε οι μεγάλες δα. Το Κατερινιώ του μπάρμπα-Γιάννη, η Μαριώ της Κάληνας, το Βασσώ της Χατζηγιώργαινας… Εμένα η Αρχόντω μου τώρα ακόμη άρχισε να κεντά τα προικιά της.
ΣΙΝΙΩΡΑ: (Με νόημα) Βέβαια! Βέβαια, εξάλλου μπορεί … να’ χει και κείνη κανένα στο νου της.

ΜΑΡΟΥΔΙΤΣΑ: Τα κορίτσια δεν πρέπει να έχουν έρωτα, τι θα πει; Το μόνο χρέος τους είναι να υπακούουν στους γονείς τους. (Εν τω μεταξύ γέμισε και κείνη τη στάμνα) Με το συμπάθειο τώρα, σας αφήνω.
ΑΡΓΥΡΩ: (Περιμένει να απομακρυνθεί) Μπα λόγια θα’ ναι. Δε μπορεί να υποκρίνεται ως τόσο.
ΣΙΝΙΩΡΑ: Αχ μαρή ντιπ δεν καταλαβαίνεις. Όλα έτοιμα είναι μόνο δεν το μαρτυράνε για να μην πέσει καμία άλλη εν τω μεταξύ στη μέση και για να μην προφτάσουνε τα λαδικά να πούνε τίποτε στο γαμπρό για το Γιώργη. (Ο τρελο Φραγγούλης ξανάρχεται στο παγκάκι του)
ΑΡΓΥΡΩ: Πάλι εδώ.
ΤΡΕΛΟ ΦΡΑΓΓΟΥΛΗΣ: Βρήκα ένα αηδονάκι… ούλο χρώματα και φτιασίδια είναι, μα δεν το φανερώνω γιατί χραπ… θα πέσουν όλοι απάνω μου να μου το πάρουν.
ΣΙΝΙΩΡΑ: Εμένα θα μου το δείξεις δε θα μου το δείξεις Φραγγούλη μου… (Φεύγουν γελώντας. Από την αριστερή είσοδο μπαίνει ο Γιωργής, αφήνει κάτι στην τσάντα και κάθεται μαζί του.)
ΓΙΩΡΓΗΣ: Άμα θα μου δώσει ο γραμματέας την άδεια του καπετάνιου θα δεις! Τότε θα τηνε ζητήσω την Αρχόντω! Κι η θεια Μαρουδίτσα θα μου τη δώσει, τι θα κάμει, θα βγάζω μεροκάματο.
ΤΡΕΛΟ ΦΡΑΓΓΟΥΛΗΣ: Η θάλασσα είναι όμορφη, κοιτάζεις, κοιτάζεις όσο πιάνει το μάτι σου…
ΓΙΩΡΓΗΣ: (Που καταλαβαίνει το μάταιο των λόγων του κάνει ένα νεύμα και φεύγει. Βλέπει το γραμματέα του Λιμεναρχείου και του φωνάζει)  Έεε γραμματικέ.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Τι είναι Γιώργη;
ΓΙΩΡΓΗΣ: Με κείνο το δίπλωμα του καπετάνιου έγινε τίποτε;
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Είσαι πολύ μικρός μωρέ Γιωργή, αν σου συμβεί τίποτε θέλεις να βρω το μπελά μου; Ο καπετάν Σιγουράντσας είναι καλός καπετάνιος. Κάμε λίγα ταξίδια μαζί του να σου μείνουν και τίποτε λεφτά. (Με ύφος συγκαταβατικό) Ξέρω βέβαια ότι σε έχει σα μούτσο στο δικό σου το σκαρί, μα τι να κάμεις, καπετάνιος είναι βλέπεις. Κάμε και λίγο όξω νου.
(Ο Γιώργης φεύγει νευριασμένος απ’ τη σκηνή. Η γριά Μαρουδίτσα και η Αρχόντω βγαίνουν και κάθονται στο πεζούλι έξω από την πόρτα του σπιτιού τους. Ο Φραγγούλης παραμένει καρφωμένος στη θέση του ατενίζοντας το πέλαγος.)
ΜΑΡΟΥΔΙΤΣΑ: Πρέπει να δώσουμε ένα τέλος, στενέψανε τα περιθώρια.
ΑΡΧΟΝΤΩ: (Που κοιτάζει να ξεφύγει) Κάμε υπομονή μάνα, Δε με πήρανε δα και τα χρόνια. Έπειτααα το σκέφτομαι που θα πάω μακριά σου.
ΜΑΡΟΥΔΙΤΣΑ: Να κοιτάξεις το συφέρο σου τ’ ακούς. Οι αγάπες είναι για τους κουτούς. Η αγάπη … είναι σαν της ξαδέρφης σου της Σμαρώς που κλεφτήκανε και τώρα πεινάνε αντάμα. Με τον καιρό θα τον αγαπήσεις. Έτσι παντρεύτηκα κι εγώ, έτσι παντρεύτηκε κι η μάνα μου. (παύση) Μη θαρρείς ότι δεν ξέρω (Η Αρχόντω κατεβάζει το κεφάλι)
ΑΡΧΟΝΤΩ: Μαα…
ΜΑΡΟΥΔΙΤΣΑ: Μαμούνια. Αυτόνα που’ χεις βάλει στο νου σου να τονε βγάλεις. Αλισβερίσι είν’ ο έρωτας, να τι είναι, απόψε θα τελειώνουμε.
ΦΡΑΓΓΟΥΛΗΣ: Πάνε χρόνια που κάθομαι σ’ αυτή τη θέση. Κάθε μέρα η θάλασσα αρμυρίζει το πρόσωπό μου κι ανασαίνει δίπλα μου.  Ατέλειωτη αγάπη!  Ατέλειωτη! 
(Η σκηνή αδειάζει φεύγουν όλοι εκτός από το Φραγγούλη. Ο Γιώργης έρχεται κι αρχίζει να καθαρίζει τη βάρκα. Τότε κάνει την εμφάνισή του ο καπετάν Σιγουράντσας.)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Γιωργή, αύριο πρωί -πρωί με το καλό έχουμε ναύλο. Θα τους κουβαλήσουμε πέρα. (Δείχνει πρώτα προς τα’ απέναντι σπίτια κι έπειτα κάνει  κίνηση με το χέρι προς τα δυτικά.)
ΓΙΩΡΓΗΣ: Ποιανούς θα κουβαλήσουμε;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Δεν ξέρω τι ώρα θα ξεμπερδέψουμε. (Ξαναδείχνει προς τα’ απέναντι σπίτια) Μπορεί να μας σηκώσουνε το ταχύ ταχύ πριν φέξει. Να’ χεις το νου σου.
ΓΙΩΡΓΗΣ: Ποιοι είναι που θα μας σηκώσουν;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: (Αδιαφορώντας για τις ερωτήσεις του Γιωργή) Καλά είναι να πλαγιάσεις στη βάρκα. Θέλεις πάλι να πας στη γριά σου να κοιμηθείς; Άμε. Πριν χαράξει να’ σαι στο πόδι. Άμα βγει τα’ αστέρι. Τάχατες πως ντρέπεται η νύφη να την καραβώσουνε, να φύγει από το νησί μέρα μεσημέρι. (Φεύγοντας. Δυνατά) Να’ χεις το νου σου.
ΓΙΩΡΓΗΣ: (Φανερά εκνευρισμένος) Ποια νύφη; (Ο Γιωργής βγαίνει απ’ τη σκηνή και πηγαίνει στο σπίτι του. Η μητέρα του τον περίμενε. Σ’ όλη την κουβέντα η μάνα του είναι νευρική, γνωρίζοντας  ως φαίνεται τα μελλούμενα να συμβούν. )
ΜΠΟΥΡΜΑΙΝΑ: (Τον φιλά στο μάγουλο) Νωρίς γυρίσετε από την Κεχριά Γιωργή μου.
ΓΙΩΡΓΗΣ: Γιατί μάνα, δεν ήθελες να’ ρθω;
ΜΠΟΥΡΜΑΙΝΑ: Όχι παιδί μου, αλλά μου’ χες πει ότι θα’ ρθετε την Κυριακή.
ΓΙΩΡΓΗΣ: Βρήκαμε καλό καιρό και ξετελέψαμε γρήγορα.(Κάθονται. Παύση) Το βράδυ μάνα θα κοιμηθώ στη βάρκα γιατί έχουμε ναύλο αύριο πρωί πρωί.
ΜΠΟΥΡΜΑΙΝΑ: Που θα πάτε Γιωργή μου
ΓΙΩΡΓΗΣ: Μια νύφη θα κουβαλήσουμε λέει, ο καπετάν Σιγουράνσας ήξερε, μα δε μου είπε. Στο κάτω κάτω τι με μέλει εμένα;
ΜΠΟΥΡΜΑΙΝΑ: (Αρχίζει να υποπτεύεται. Μονολογώντας) Μείνε Γιωργή μου, απόψε δω πα κοντά στη μάνα σου κι αύριο φεύγεις πρωί πρωί.
ΓΙΩΡΓΗΣ: Δε γίνεται μάνα, πρέπει να ετοιμάσω το σκαρί. Εξάλλου δεν ξέρω ακριβώς πια ώρα θα φύγουμε.
ΜΠΟΥΡΜΑΙΝΑ: Καλά, όπως νομίζεις Γιωργή μου. Μόνο πήγαινε τη βάρκα μεσημβρινότερα γιατί τ’ αγκυροβόλιο του βράχου δεν είναι ασφαλή. Πήγαινέ την προς τη σπηλιά ήηη τις πλάκες.
ΓΙΩΡΓΗΣ: Σε καλό σου μάνα! Η πρώτη ή η τελευταία φορά είναι που θα κοιμηθώ στο αγκυροβόλιο. (Τη χαιρετά. Πηγαίνει στη βάρκα κρατώντας ένα φανάρι στο χέρι, τραβάει το σκοινί και πηδάει μέσα. Κρεμάει το φανάρι σε ένα σκαλμό, βγάζει κάτω από την πλώρη μία βελέντζα κι ένα προσκέφαλο, κάνει τρεις σταυρούς  προς ανατολάς κι ετοιμάζεται να πέσει. Τότε βλέπει τον τρελο Φραγγούλη.) Φραγγούλα, έ Φραγγούλα. Άντε πέσε να κοιμηθείς νύχτωσε πια. (Ο Γιωργής ξάπλωσε ανάσκελα, έμεινε για λίγο με τα μάτια ολάνοιχτα ώσπου απολοιμήθηκε. Χαμηλώνει ο φωτισμός και εμφανίζονται στη σκηνή η Σινιώρα με την Αργυρώ καθισμένες έξω από το πεζούλι του σπιτιού τους)
ΣΙΝΙΩΡΑ: Κρυφοδάγκωτη γυναίκα. (Την παρασταίνει) «Η Αρχόντω μου είναι μικρή ακόμη» Αυτά τα’ λεγε για να μας ρίξει στάχτη στα μάτια.
ΑΡΓΥΡΩ: Την έβλεπα γω που δε μάζευε τα χείλια της από τη χαρά. Ο γαμπρός είναι λέει από το Μπρομύρι. Νοικοκύρης!
ΣΙΝΙΩΡΑ: Τον κάνει νύχτα το γάμο γιατί δεν έχει πίστη στο γαμπρό. Σου λέει μην του γυαλίσει καμιά άλλη κι από δω παν κι οι άλλοι.
ΑΡΓΥΡΩ: Δεν είναι μόνο αυτό, εκτός του ότι βιάζεται να την κουκουλώσει μια ώρα αρχύτερα, είναι και τα προικιά στη μέση. Πώς να παντρευτεί και να φύγει μέρα μεσημέρι, με τρία φορέματα, δύο χαλκώματα και τρία σεντόνια…
ΤΡΕΛΟ ΦΡΑΓΓΟΥΛΗΣ: Μου λέει ο άλλος, ρε Φραγγούλη, τι βρώμικα ρούχα είναι αυτά που φοράς κι έδειχνε τα βρώμικα ρούχα μου μ’ ένα δάχτυλο μαύρο κι άραχλο απ’ τη βρώμα.
(Στη σκηνή επικρατεί ησυχία για λίγο. Ο Γιώργης εξακολουθεί να κοιμάται. Ξάφνου μπιστολιές και ήχοι λαγούτου διακόπτουν την ησυχία της νύχτας. Ο Γιώργης σηκώνεται)
ΓΙΩΡΓΗΣ: (Μονολογώντας) Από το σπίτι της Αρχόντως ακούγονται. Χαρές και πανηγύρια. Ω Θε μου!  (ΠΑΥΣΗ. Σηκώνεται και πάει προς το Φραγγούλη) Καμιά φτωχή ξαδέρφη της παντρεύεται σίγουρα. Δε θα είχε σπίτι δικό της η καημένη. Σίγουρα, η Αρχόντω είναι μικρή ακόμη. (Ακούγονται ευκρινώς ήχοι βιολιού και λαγούτου. Ο Γιωργής είναι ανήσυχος) Αλλά πάλι φτωχή ξαδέρφη. Η Αρχόντω θα ναι. Αρραβώνας! Η Αρχόντω αρραβωνιάζεται. Κάμε Θε μου να’ ναι αρραβώνας. Να’ χω λίγο χρόνο. Θα τηνε κλέψω. Θα την πάρω με τη βάρκα και θα πάμε μακριά. Η Αρχόντω μ’ αγαπάει. (Γυρίζει προς τη βάρκα)
ΤΡΕΛΟ ΦΡΑΓΟΥΛΗΣ:
Σύρε να πεις της μάνας σου
Να κάμει κι άλλη γέννα
ΓΙΩΡΓΗΣ: Σταμάτα μωρέ κι εσύ! Βαλτός είσαι; Επίτηδες το κάνεις;
ΤΡΕΛΟ ΦΡΑΓΟΥΛΗΣ:
Να κάμει κι άλλη γέννα
Γιατί αυτή που έκαμε
Με έκαψε εμένα
Με έκαψε εμένα…
ΓΙΩΡΓΗΣ: (Νευρικά) Πάψε μωρέ, πάψε. Βαλτός είσαι κι εσύ; (Σιγότερα) Μου είχε δώσει υπόσχεση ότι θα με περιμένει, τα’ ακούς;
ΦΡΑΓΓΟΥΛΗΣ: Χτες σηκώθηκε τέτοιος αέρας που μου πήρε το σκούφο μου. Πάει χάθηκε…. Άνεμος γίνηκε…Χτες ζεσταινόταν το κεφάλι μου, σήμερα κρυώνει…
ΓΙΩΡΓΗΣ: Αυτό είναι, τέλος. (Από το δρόμο ακούγονται  φωνές ανθρώπων που πλησιάζουν) Καλορίζικοι… Καλορίζικοι. …..Στεριωμένοι…… (Όταν πλησιάζουν φαίνονται ποιοι είναι. Ο καπετάν Σιγουράντσας του φωνάζει από μακριά.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Αλέστα Γιώργη. Θα’ χουμε καλό ταξίδι.
(Ήρθαν ξοπίσω από τον καπετάνιο και μπήκαν όλοι στη βάρκα: Η Αρχόντω, η μάνα της και ο γαμπρός, τύπος μεσόκοπου χοντρού. Ο καπετάνιος τακτοποίησε το μπόγο που κουβαλούσε κάτω από την πλώρη και η βάρκα ανοίχτηκε στο πέλαγο. Ο Γιώργης κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια τη νύφη κι εκείνη δεν τα ξανασήκωσε από κάτω. Από εδώ και πέρα οι σκέψεις του θα ακούγονται από το μεγάφωνο)
ΓΙΩΡΓΗΣ: Στο χέρι μου είναι να τους στείλω στον πάτο…. Ένα καργάρισμα του πανιού είναι αρκετό….. Με το χέρι θα καργάρω το πανί και με το πόδι μου θα βγάλω τον πίρο της βάρκας…. Θα τους στείλω άναυλα στον πάτο… Ο καπετάνιος, αν και βαρύς, θα κολυμπήσει όπως-όπως και θα σωθεί. Η γρια Μαρουδίτσα, αυτή το ψωμί της το έχει φάει, την κόρη της την έχει κουκουλώσει και την έχει κάνει νοικοκυρά. Ο γαμπρός, στεριανός, αθαλάσσωτος όπως είναι θα πάει βολίδα στον πάτο μαζί με σπίτια και τα χωράφια του. Την Αρχόντω θα την πάρω στην αγκαλιά μου…..
Μη φοβάσαι καλή μου…
-Επνίγηκε κανείς;
-Όχι! Αφού γλύτωσες εσύ…. Όχι!
Έτσι θα γίνουν όλα. Κι εγώ θα βουτήξω την ευτυχία που μου ανήκει…
(Ξαφνικά ακούει τη φωνή της μάνας του)
ΜΠΟΥΡΜΑΙΝΑ: Τι πας να κάμεις παιδί μου…
(Ο Γιωργής παρατάει το πανί και πέφτει στη θάλασσα, ενώ τα χέρια απλώνονται να τον πιάσουν. Την ίδια ώρα ο τρελο Φραγγούλης σηκώνεται να πάει στο σπίτι του επιτέλους να κοιμηθεί ενώ πέφτει η

αυλαία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου