Μονόπρακτο
δράμα
Ελεύθερη
διασκευή
Σ.Π.Παπασηφάκης
Δάσκαλος
τ. Επιμορφωτής
Θεατρικής Παιδείας
Ν.Ε.Λ.Ε.
Ευβοίας
Από το
ομώνυμο διήγημα του
Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη
Το παρόν
μπορεί να χρησιμοποιηθεί
από σχολεία
στα πλαίσια των εκδηλώσεών τους.
Απαραίτητη
προϋπόθεση να αναφέρεται το όνομα
του διασκευαστή.
Απαγορεύεται
η ανάρτησή του σε ιστοσελίδα ή ιστολόγιο
καθώς και η διασκευή του χωρίς άδεια.
ΔΙΑΝΟΜΗ
Ο μάστρο Στεφανής
Η Ασημίνα
Ο Στάθης
Ο
Θανάσης
Η Αφένδρα
Η Μαργαρώ
Ο Γιάννης ο Βλάχος:
Ο Δάσκαλος
Ο Γρηγόρης της Μονεβασώς
Η Ανθούσα
Α΄
προξενήτρα
Β'
προξενήτρα
Α΄
νησιώτης
Β΄
νησιώτης
(Το έργο εκτυλίσσεται σε
κάποιο νησί του Αιγαίου γύρω στα 1900,
Όταν ανοίγει η αυλαία βλέπουμε στη σκηνή από αριστερά προς τα δεξιά: το
καφενείο του Γιάννη του Βλάχου, δίπλα και λίγο μακρύτερα το βαρελοποιείο του
μαστρο-Στεφανή, και δίπλα ακριβώς το σπίτι του. Στο κέντρο της σκηνής είναι η
πλατεία του χωριού με διάσπαρτα τραπεζάκια και στο δεξιό μέρος είναι ένα
δωμάτιο με ένα κρεβάτι. Μόλις ανοίγει η αυλαία διακρίνουμε στη σκηνή το
μαστρο-Στεφανή να στέκεται μπροστά απ' το μαγαζί του έτοιμος να τ' ανοίξει.
Στην πλατεία κάθεται μία παρέα από δύο νησιώτες.)
Α΄
ΣΚΗΝΗ
ΜΑΣΤΡΟ
ΣΤΕΦΑΝΗΣ: Πάτερ Αβραάμ! ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον. (ανοίγει το μαγαζί κι
αρχίζει τη δουλειά, ενώ από τη μεριά του καφενείου έρχεται ο καφετζής, ο Γιάννης ο Βλάχος μ' ένα ποτήρι
ρακί στο δίσκο.)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ:
Καλημέρα μαστρο-Στεφανή.
ΜΑΣΤΡΟ
ΣΤΕΦΑΝΗΣ: Καλημέρα.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ:
Πως πάν' οι δουλειές; (κάθεται)
ΜΑΣΤΡΟ-ΣΤΕΦΑΝΗΣ:
Για την ώρα λίγα πράματα, μόλις όμως πιάσει ο Αύγουστος!
ΚΑΦΕΤΖΗΣ:
'Ε, τ ι να κάνουμε, ο καθένας με την τέχνη του.
ΜΑΣΤΡΟ
ΣΤΕΦΑΝΗΣ: Τι να σου πω μωρέ Γιάννη, διαολεμένη δουλειά. Όλο το χρόνο κάθομαι
και τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη δεν προλαβαίνω να αναπνεύσω, Όλοι μαζί, μα
όλοι μαζί! Τα ίδια που παθαίνει κι ο παπά- Μαλέκος, ο
πνευματικός, τις παραμονές των Χριστουγέννων και τη μεγάλη βδομάδα ... Ολονών
τα κρίματα προφταίνει ένας παπάς, όσο κι αν πιάνει η ευχή του να τα σχωρέσει
μονοκοπανιά; Τι να κάνει κι εκείνος το λοιπόν; «Βαφτίζω και μυρώνω.» "Έτσι
κι εγώ, τι να πρωτοκάμω. Όσο ήτανε μικρά τα’ αγόρια κάτι γινότανε, τα κάνα
κουμάντο βλέπεις. Σα μεγαλώσανε...από δω παν κι οι άλλοι. Η θάλασσα η άτιμη
μάγια τους κάνει;
ΚΑΦΕΤΖΗΣ:
Ο Στάθης είναι και λιγάκι βαρελάς έ;
ΜΑΣΤΡΟ
ΣΤΑΦΑΝΗΣ: Ο Στάθης ναι, ο άλλος ξώμεινε στην Αμέρικα. Δεκαεφτά χρόνια λείπει.
Α'ΝΗΣΙΩΤΗΣ:
(Που άκουσε ως φαίνεται την κουβέντα) ΄Ε, μαστρο-Στεφανή, τώρα θα έχει βγάλει
μουστάκια ο Θανάσης έ;
ΜΑΣΤΡΟ
ΣΤΕΦΑΝΗΣ: Τι θέλατε να βγάλει... σπανάκια;
Β΄
ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Πως δεν έστειλε τίποτε λίρες ακόμα;
ΜΑΣΤΡΟ
ΣΤΕΦΑΝΗΣ: Ας κιτρινίσουν πρώτα οι λίρες. Ακόμα δεν ωρίμασαν.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ
: (Τους κάνει νόημα να πάψουν, ενώ φροντίζει να τραβήξει αλλού την
κουβέντα.) Ώστε τελικά, «βαφτίζεις και
μυρώνεις, έ;
ΜΑΣΤΡΟ
ΣΤΕΦΑΝΗΣ: Τι να τους κάνω. Στο τέλος όλοι παραπονούμενοι βγαίνουνε. Αυτοί που
τους τα επισκευάζω πρώτα, λένε πως απ’ τη βιάση μου δεν έκανα παστρική δουλειά
κι αυτοί που μένουνε τελευταίοι πως τους άφησα πίσω τις δουλειές τους.
Άμα είναι καμιά χήρα λέει: (παρασταίνει) Εμείς που είμαστε γυναίκες έρημες και δεν έχουμε κανένα να μας
βοηθήσει, μας παραβλέπουνε. Εμείς δεν έχουμε ψυχή; Ο Γιώργης της Στάμαινας
ξέρεις τι μου’ πε πέρυσι: «Άμα είναι καμιά όμορφη και γυαλίζει, έχει χατίρι.,.
Το ξέρω κι εγώ.» Αμ ο άλλος, ο γείτονας
εδώ ο καντηλανάφτης μου' λέγε: «Εμάς που
έχουμε όλο το χρόνο το μπελά και το φοβερό σαματά σου μας αφήνεις τα βαρέλια
άφτιαστα. Εμάς οι δεκάρες μας δεν έχουν νούμερο;»
ΚΑΦΕΤΖΗΣ;
(Γελώντας) Άντε πάω να κάνω και καμιά δουλειά. Αύριο τα ξαναλέμε. (Ο καφετζής
φεύγει από τη σκηνή. Η κουβέντα μεταφέρεται στους δύο νησιώτες που κάθονται
στον πλάτανο.)
Α
ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Είχε δίκιο ο Γιάννης, κάνουμε άσχημα που του κολλάμε.
Β'
ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Στενοχωριέται ο καημένος. Απογέρασε από τον καημό του για το Θανάση.
Α'
ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Δεκαεφτά χρόνια δεν είναι και λίγα. Μα δεν είναι μόνο αυτό. Θυμάσαι
τα κορίτσια του; Η Ροδαυγή ήταν επτά χρονών όταν πνίγηκε στο πηγάδι, σαν
πήγαινε να καραβίσει ένα φτερό.
Β'
ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Κι η Λένη; Μέσα σε δύο μήνες την ξέκανε το χτικιό. Τώρα απομείνανε με
την Αφέντρα, και πως την έχουνε, χαδούλα και χαδιάρα. (Οι δύο νησιώτες φεύγουνε σιγά-σιγά ενώ ο
Γιάννης μαζεύει τα φλιτζάνια τους. Στη σκηνή εμφανίζεται η Ασημίνα με την
Αφέντρα)
ΑΦΕΝΤΡΑ:
Λες μάνα να παντρευτώ κι εγώ σαν τη Μαργαρώ μας;
ΑΣΗΜΙΝΑ:
Εσένα καρδούλα μου η τύχη σου θα’ ρθει απ’ την Αμέρικα, απ’ το Θανάση μας.
ΑΦΕΝΤΡΑ:
Μα όλο αυτό μου λες, θα’ ρθει μάνα θα’
ρθει;
ΑΣΗΜΙΝΑ:
θα’ ρθει και θα σου φέρει όλα τα
καλούδια... και θα φέρει λίρες, λίρες με
την ουρά... να σε στολίσω, να σε κάνω νύφη... Εκατό λίρες θα βάλω κολλαΐνα πάνω
στα στήθια σου στο γάμο, να καμαρώνεις να σε ζηλεύουν όλοι.
ΣΤΑΘΗΣ :
(Έρχεται ασθμαίνων) Μάνα, γράμμα απ’ την Αμερική , απ’ το Θανάση (Η Ασημίνα
αγκαλιάζεται με την Αφέντρα)
ΑΣΗΜΙΝΑ:
Είδες που στο’ λεγα. Το’ λεγα’ γω:
ΣΤΑΘΗΣ :
Ειδοποίησα το δάσκαλο να’ ρθει να μας το διαβάσει, όπου να’ ναι φτάνει.
(Έρχεται ο δάσκαλος, μ’ ένα τριμμένο κουστούμι και με στρογγυλά γυαλιά.)
ΑΣΗΜΙΝΑ:
Κάθισε δάσκαλε, τι λέει ο Θανάσης μας. (Ο δάσκαλος παίρνει το γράμμα. σκίζει
την άκρη του και διαβάζει.)
ΔΑΣΚΑΛΟΣ
: «Μάνα, το ξέρω ότι σε πίκρανα. Και σένα και τον πατέρα. Μα τώρα όλα
τελείωσαν. Μετά ένα μήνα θα έρθω. Μάνα, έχει πάθει λίγο η υγεία μου, μα έχω
πεποίθηση ότι τ’ αέρι της πατρίδας θα με κάνει καλά. Θα φέρω μαζί και τις
μικρές μου οικονομίες. Σας φιλώ, με αγάπη ο γιος και αδελφός σας.» Καλώς τα δέχτηκες κυρα Ασημίνα.
ΑΣΗΜΙΝΑ:
Ευχαριστώ δάσκαλε. Αφέντρα, κέρασε μια ρακί το δάσκαλο. (Η Αφέντρα κερνά το
δάσκαλο, ο οποίος αφού πίνει τη ρακί σηκώνεται.)
ΔΑΣΚΑΛΟΣ:
Γεια σας, και πάλι καλώς να τον δεχτείτε. (Περνάνε μια δυο μέρες όταν στο σπίτι
έρχεται η κυρα-Μαριώ. Στο σπίτι είναι: η Ασημίνα, η Αφέντρα και ο
μάστρο-Στεφανής)
Α΄
ΠΡΟΞΕΝΗΤΡΑ: Πάνε τόσες μέρες που ήθελα να’ ρθω, κι όλο το αμελούσα. Κι εκείνος
ο Γιωργής πια, στ’ αναμμένα κάρβουνα κάθεται. Από τότε λέει που σε είδε στην
εκκλησιά τ’ Αι Νικόλα -μεγάλη η χάρη του- εμπήκες στην καρδιά του. Πήγαινε μου
λέει κυρα-Μαριώ, πήγαινε, καλό θα
κάμεις, καλό θα βρεις. (Όση ώρα μιλάει η προξενήτρα η Αφέντρα κοιτά στο έδαφος)
ΑΣΗΜΙΝΑ:
Ευχαριστούμε κυρα-Μαριώ. Η προτίμηση του μας τιμά. Να δούμε όμως τι θα πει κι ο Θανάσης μου σαν θα’ ρθεί.
Α'ΠΡΟΞΕΝΗΤΡΑ:
Ναι βέβαία, φεύγω γω, μα θα ξανάρθω. Με καλό να τον δεχτείτε.
ΑΣΗΜΙΝΑ:
Στο καλό να πας,
ΑΦΕΝΤΡΑ:
(πρόσχαρη) Να πάτε στο καλό κυρα-Μαριώ.
ΜΑΣΤΡΟ
ΣΤΑΦΑΝΗΣ: (θυμωμένος) Αει στο....καλό:
ΑΣΗΜΙΝΑ:
Δεν της καλομίλησες Στεφανή μου,
ΜΑΣΤΡΟ
ΣΤΕΦΑΝΗΣ: Βέβαία τώρα όλοι εμυρίστηκαν
λίρες και τρέχουνε να φάνε, όπως η φοράδα τρέχει με σηκωμένη την ουρά
στον κάμπο σαν μυρίζεται τον αράθυμο σερνικό. (Η σκηνή αδειάζει ενώ στην άκρη
μπροστά από το καφενείο συναντιούνται οι δύο προξενήτρες του χωριού,)
Β'ΠΡΟΞΕΝΗΤΡΑ:
Κάτι πολλά σούρτα φέρτα έχεις κυρα-Μαριώ
στου Αμερικάνου.
Α'ΠΡΟΞΕΝΗΤΡΑ:
Τι να κάνουμε κυρα-Βάσω; Λίρες είναι
αυτές, ποιος λέει όχι. Όσο να ναι όλο
και κάνα κοκαλάκι θα
γλείψουμε κι εμείς άμα στρώσει η δουλειά.
Β'ΠΡΟΞΕΝΗΤΡΑ:
Για κείνον σου είπανε κανένα προξενιό;
ΑΊΊΡΟΞΕΝΗΤΡΑ:
Όχι. Άμα δεν τακτοποιήσει την αδελφή του δεν παντρεύεται αυτός. Το συνήθειο
βλέπεις.
Α'ΠΡΟΞΕΝΗΤΡΑ:
Άντε γεια σου,
Β'ΠΡΟΞΕΝΗΤΡΑ: Γεια
σου.
Β΄
ΣΚΗΝΗ
(Η σκηνή έξω από το
σπίτι του μαστρο-Στεφανή. Όλοι περιμένουν τον ερχομό του Θανάση. Όλοι οι
αναφερόμενοι στο έργο είναι παρόντες κι αναμένουν. Από την αριστερή είσοδο της
σκηνής εμφανίζεται ο αμερικάνος, ο οποίος είναι κατάδηλα κακοπαθημένος κι
αδύναμος. Πρώτη ξεπερνά το σοκ η μάνα του, η οποία του παίρνει τη βαλίτσα και
τον παρακρατεί για να μπουν στο σπίτι.)
ΑΣΗΜΙΝΑ:
Μας συγχωρείτε ο Θανάσης μας είναι κουρασμένος από το ταξίδι. Αύριο τα λέμε.
(Όλοι οι εκτός σπιτιού απομακρύνονται. Η πρώτη προξενήτρα λέει στη δεύτερη πριν
βγουν από τη σκηνή.)
Α΄
ΠΡΟΞΕΝΗΤΡΑ: Αυτουνού μάτια μου θα του
κάμουμε προξενιό στην άλλη ζωή.
Β΄ ΠΡΟΞΕΝΗΤΡΑ: (Νεύει συγκαταβατικά)
(Στο σπίτι, δυο
μέρες αργότερα βρίσκόνται: η Ασημίνα, ο μαστρο-Στεφανής, ο Στάθης, ο Θανάσης, η Αφένδρα και η κυρα-Βάσω.)
Β'
ΠΡΟΞΕΝΗΤΡΑ: Εκάματε την καλύτερη εκλογή. Ο Γρηγόρης της Μονεβασώς είναι καλός
νέος κι έχει μέλλον. Με τη βοήθεια του Θανάση θα μεγαλώσει και το εμπορικό του.
Τι να τους κάνεις και τους ναυτικούς: άντρα παίρνεις κι άντρα δε βλέπεις.
ΜΑΣΤΡΟ
ΣΤΕΦΑΝΗΣ: Και σαν τι θέλει ο γαμπρός κυρα-Βάσω;
ΒΊΊΡΟΞΕΝΗΤΡΑ:
Αυτά θα τα συζητήσετε τώρα που θα’ ρθει.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ:(Εμφανίζεται
χαιρετώντας έναν προς έναν τους ανθρώπους του σπιτιού.) Γεια σας! (στον Θανάση)
Καλώς ήρθες Θανάση. ΠΑΥΣΗ
(Επικρατεί
μία γενική νευρικότητα, Κατά το διάστημα αυτό η Αφένδρα φέρνει και κερνάει από
μία ρακί τους καλεσμένους)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ:
Κύριε Στεφανή (ξεροβήχει) όπως ίσως σας έχει πει και η κυρα-Βάσω, επιθυμώ να
ζητήσω σε γάμο την Αφένδρα.
ΜΑΣΤΡΟ ΣΤΕΦΑΝΗΣ: Άκουσε παιδί μου για να μην τα πολυλογούμε.
Εμείς της δίνουμε το σπίτι, το αμπέλι, το μικρό ελαιώνα, τα ρούχα της και πέντε
χιλιάδες δραχμές. Έτσι Θανάση;
ΘΑΝΑΣΗΣ: Ναι
πατέρα.
ΑΣΗΜΙΝΑ: Λοιπόν εσυμφώνησαμε. Να γίνει με το καλό καλά
κι ο Θανάσης μου και κάνουμε τους γάμους. ΠΑΥΣΗ
Β'
ΠΡΟΞΕΝΗΤΡΑ: (Σηκώνει το ποτήρι) Καλορίζικοι λοιπόν, στεριωμένοι.
ΜΑΣΤΡΟ
ΣΤΕΦΑΝΗΣ: Ευχαριστούμε κυρα Βάσω. (Τσουγκρίζουν τα ποτήρια και ανταλλάσσουν
ευχές)
ΟΛΟΙ
ΜΑΖΙ: Στην υγεία σας, στην υγειά σας, καλορίζικοι,... (Χαμηλώνουν τα φώτα.
Βγαίνουν όλοι από τη σκηνή. Όταν ανοίγουν τα φώτα ο Θανάσης είναι ξαπλωμένος
στο κρεβάτι του νέου σπιτιού. Η Ανθούσα του φέρνει ένα ζεστό και το απιθώνει
δίπλα στο τραπεζάκι. Η μάνα του έρχεται και κάθεται κοντά του.)
ΘΑΝΑΣΗΣ:
Να γίνω κι εγώ καλά μητέρα, και να γίνει ο γάμος.
ΑΣΗΜΙΝΑ:
Έννοια σου, παιδί μου, θα γενείς καλά, πρώτα ο θεός. Σα δε γενείς καλά πρώτα,
κάνουμε εμείς γάμο; Και τώρα που θα αρχίσουν να μας έρχονται οι
νυφάδες, να μας στέλνουν προξενιές για
τα σένα, Θανασάκη μου! Μου είπαν, πέντε
έξι πεθεράδες είναι έτοιμες, για να μου
στείλουν προξενιά, ακούς ..... Τρελαθήκανε, ζουρλαθήκανε, τ’ ακούς:… (Κλαυσίγελος) Χαρά σε μένα... Ποια
άλλη θα’ χει την τύχη μου;... (Με τρόπο
σκουπίζει τα μάτια της.) Και τάζουν και τι δεν τάζουν!.... Μα έννοια σου εμείς
θα διαλέξουμε και θα πάρουμε, Θανασάκη μου... Έτσι κι έτσι δε μας γελούν
εμάς... Κουράγιο κάμε, να γενείς καλά,
παιδάκι μου! (Η Ασημίνα βγαίνει
και πηγαίνει στο σπίτι όπου είναι κι ο μάστρο Στεφανής, η Αφέντρα κι ο
Γρηγόρης.)
ΑΣΗΜΙΝΑ:
Είσαι ώρα εδώ Γρηγόρη μου;
ΜΑΣΤΡΟ
ΣΤΕΦΑΝΗΣ: Εδώ τα λέγαμε.
ΑΣΗΜΙΝΑ:
Ελπίζω να σε περιποιήθηκε η Αφέντρα.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ:
Βέβαια, ότι έφευγα όμως γιατ’ είναι λίγο άρρωστη η μάνα μου. Καληνύχτα.
ΜΑΣΤΡΟ
ΣΤΕΦΑΝΗΣ: Καληνύχτα.
ΑΣΗΜΙΝΑ:
Καληνύχτα.
ΑΦΕΝΤΡΑ:
Κάτσε να σ’ αποβγάλω. (Βγαίνουν έξω. Μόλις πηγαίνουν λίγο παρακάτω, η Αφέντρα
του λέει:) Με την αρρώστια του Θανάση μπορεί να τράβηξει πολύ ο γάμος μας. Πες
της μάνας σου ότι είναι φόβος μην πεθάνει ο Θανάσης, κ’ ύστερα το
πένθος θα μας κάνει να αναβάλουμε τα στέφανα... Κι εγώ θα πω του Θανάση πως
είναι φόβος μην πεθάνει η μητέρα σου κι απ’ τη λύπη μας, αναγκαστούμε ν’ αφήσουμε
το γάμο για του χρόνου.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ:
(Με αληθινό θαυμασμό) Έγνοια σου. Μπράβο μαρή, τετράγωνο είναι το μυαλό σου! (Χαμηλώνει
ο φωτισμός. Την άλλη μέρα ο Γρηγόρης με το Στάθη συζητούν)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ:
Στάθη με τα μετρητά έχουμε ένα υπόλοιπο. Πότε με το καλό θα το τακτοποιήσουμε.
ΣΤΑΘΗΣ: Ποιο
υπόλοιπο;.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ:
Είχαμε πει πέντε χιλιάδες μετρητά και πήρα τέσσερις.
ΣΤΑΘΗΣ:
0ι υπόλοιπες χίλιες πήγαν στα ρούχα του γάμου. Μου’ θελες ευρωπαϊκά βλέπεις!
ΓΡΗΓΟΡΗΣ:
Ο Θανάσης είπε πέντε χιλιάδες μετρητά, το θυμάμαι. (Μπαίνει μέσα η Αφέντρα, ενώ
έρχεται από το καφενείο κι ο μαστρο-Στεφανής)
ΣΤΑΘΗΣ:
Κοίτα δεν υπάρχουν άλλα.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ:
(Νευρικά) Σε ξένο βιος κάνεις κουμάντο εσύ; Άλλος τα καζάντισε αυτά τα γρόσια.
ΣΤΑΘΗΣ:
(Στον ίδιο τόνο) Και συ με του αδερφού μου τα γρόσια, που έχασε την υγειά του
για να τα αποκτήσει, θέλεις ν’ ανοίξεις μεγάλο μαγαζί; Που είναι τα καζάντια σου εσένα;
ΜΑΣΤΡΟ
ΣΤΕΦΑΝΗΣ: 'Ε τώρα, δεν ησυχάζετε κι εσείς; Μοιάζετε με τους δυο που μαλώνανε σε
ξένο αχε... (Η Αφέντρα του κάνει ζωηρό νεύμα βάζοντας το δείχτη του χεριού στο
στόμα, Ο Γρηγόρης φεύγει νευριασμένος. Ο Στάθης φεύγει και πηγαίνει στο Θανάση,
ενώ η Αφέντρα κι ο μαστρο-Στεφανής μπαίνουν μέσα στο σπίτι.)
ΣΤΑΘΗΣ:
Πως είσαι Θανάση μου σήμερα.
ΘΑΝΑΣΗΣ:
Σα να καλυτερεύω λίγο. Η Αφέντρα μου’ πε ότι έχουμε ένα υπόλοιπο χίλιες δραχμές
στο Γρηγόρη, γιατί δεν του τα δίνουμε;
ΣΤΑΘΗΣ:
Αυτά να του τα δώσουμε για πανωπροίκι, σα στεφανωθεί κι ύστερα, τι λες κι εσύ;
ΘΑΝΑΣΗΣ: (Μορφάζει)
....
ΣΤΑΘΗΣ:
Βέβαια, μ’ αυτό τον τρόπο θα αποδείξει κι αυτός πως μας εμπιστεύεται, όπως τον
εμπιστευτήκαμε κι εμείς...
ΘΑΝΑΣΗΣ:
Ας είναι...
ΣΤΑΘΗΣ: Φεύγω, μα θα ξανάρθω. (Ο Στάθης βγαίνει από
το σπίτι κι απομακρύνεται. Η Αφέντρα πρόβαλει από το σπίτι κι όταν βλέπει.. ότι
ο Στάθης απομακρύνθηκε πηγαίνει προς το σπίτι που είναι ο Θανάσης, Μπαίνει
μέσα, πλησιάζει στο κρεβάτι του Θανάση κι αρχίζει να του γλυκομιλάει.)
ΑΦΕΝΤΡΑ:
Να, τώρα, που λες Θανασάκη μου, επειδή πάτησε ποδάρι αυτή η γριά, η πεθερά μου,
που φοβάται μην πεθάνει κι ήθελε να
γίνει ο γάμος τώρα... Εγώ είπα, να γίνεις πρώτα καλά εσύ, κι ύστερα να μας
βάλουν στέφανα. Μόλις σηκώθηκε στα πόδια της και βιάζεται να δώσει την ευχή
της, φοβάται μην ξανακύλησει... ως τόσο είσαι, κι εσύ καλύτερα, Θανάση, δεν είσαι;
ΘΑΝΑΣΗΣ:
Σαν καλύτερα είμαι,
ΑΦΕΝΤΡΑ:
Μακάρι! Ο θεός να δώσει να είσαι καλά. θα σηκωθείς
Θανασάκη μου; Θα κάνεις κουράγιο να’
ρθεις στο γάμο μου, να με καμαρώσεις, που θα φορώ το στεφάνι; (Όση ώρα λέει
αυτά η Αφέντρα, έρχεται ο Στάθης ο οποίος ακούει τις ομιλίες και δεν μπαίνει
μέσα, αλλά στέκεται στο κατώφλι.)
ΘΑΝΑΣΗΣ:
Να ιδώ...σαν μπορέσω...να δούμε τι θα πει κι ο γιατρός.
ΑΦΕΝΤΡΑ:
Αν δεν έρθεις, δε βάζουμε στέφανα. Εσύ είσαι δεύτερος πατέρας για μας, θα σου
φιλήσουμε το χέρι κι εγώ κι ο Γρηγόρης... ως τόσο, (τώρα που έφτασε στο
προκείμενο γίνεται πιο μειλίχια ενώ τραβάει λίγο τη φωνή της) δε δίνεις μόνος
σου κείνα δα τα λεφτά;... χίλιες δραχμές του έχουμε τάξει ακόμα...Δεν τα δίνεις
με το χεράκι σου; Από κάτω από το προσκέφαλο σου τα’ χεις; (Ρίχνει βλέμματα
γεμάτα απληστία στο προσκέφαλο, ενώ κάνει και κίνημα για να χώσει το χέρι της
από κάτω.) Δεν τα δίνεις για να μην εύρει καμιά πρόφαση ο γαμπρός; Τώρα πια Θανασάκη
μου δεν είμαστε για ν’ απομείνουμε... Τι
θα πει ο κόσμος; Αν μου κάμει τίποτε, θεός να φυλάει και πει πως δεν
στεφανώνεται. . . Κάλλιο έχω να...
(Κάνει πως κλαίει. Την ίδια στιγμή μπαίνει μέσα ο Στάθης.)
ΣΤΑΘΗΣ:
Τελειώσαμε με τις προσκλήσεις. Είναι τόσοι οι καλεσμένοι που δεν τους χωρεί το
σπίτι. Κι ένας κι ένας. Λοιπόν είναι πραγματικά φαντασμένος αυτός ο γαμπρός
μας.
ΘΑΝΑΣΗΣ:
(γελώντας) Μην το λες και κακιώνει η αδελφή μας. (Η Αφέντρα κατέβαζει τα μάτια
κάτω.)
ΣΤΑΘΗΣ:
Εμένα μ’ έχει αδελφό το Γρηγόρη, δεν τον έχει ακόμη τίποτε. (Μπαίνει η Ασημίνα)
ΑΣΗΜΙΝΑ:
Τώρα πια έχουμε χαρές...θα κάμουμε γάμο, που θα δώσει νάμι... δημάρχους,
λιμενάρχες, τηλεγραφητάδες. τελώνες, αστυνόμους, όλους τους κάλεσε ο γαμπρός
μας... Θα στήσουμε αύριο ένα χορό που θα
δώσει κρότο, τι λες καλέ! Θα
κάνουμε χαρά, που θα βαστάξει τρεις βδομάδες. Παράγγειλε
στον μπάρμπα μας τον Κοφιδάκη, να του σφάξει τέσσερα αρνιά και δύο κατσίκια... χώρια ο κουμπάρος, που θα
σφάξει δυο τραγιά. Και βιολιά και
λαγούτα... θα χορεύουν όλοι που θα πηδήσουν
μεσούρανα τ’ ακούς... Και που είσαι ακόμα, ν’ αρχίσουν να μας έρχονται οι
νυφάδες για το Θανάση, κι οι πεθεράδες που θα μας κουβαλούν ζαχαροχαμαλιά και
κουραμπιέδες και λογιών-λογιών καλούδια... ως το χειμώνα, φέτος, άλλο γάμο θα ‘χουμε... Και ποια μάνα είναι σαν εμένα;... Πως έχω το
νου μου δε λέτε; (Κλαυσίγελος. Τη στιγμή εκείνη πιάνει παροξυσμός από βήχα και
στομαχική διαταραχή το Θανάση και οι δυο γυναίκες προσπαθούν να τον
ανακουφίσουν. Πάνω στην παραζάλη ο Στάθης βάζει το χέρι κάτω από το προσκέφαλο,
χωρίς κάνείς να τον παρατηρήσει, αρπάζει το πορτοφόλι και το βάζει στον κόλπο
του. Έπειτα ο Θανάσης ησύχασε. Η Ασημίνα τους κάνει νόημα να βγουν έξω.) Αφήστε
τον να κοιμηθεί... Είναι κρίμα απ’ το Θεό... Τις ... χίλιες δραχμές θα τις
δώσει αύριο... Ας είναι καλά, το παιδάκι μου..
Μακάρι να έχετε να λαβαίνετε... Έχασε τα νιάτα του, αρρώστησε το παιδί
μου... Τόσα χρόνια ήτανε βαθιά στη γης, εκεί που βγάζουν το ασήμι! Ακούς βαθιά κάτω, σαν τυφλοπόντικας να σκάφτει μες
στα λαγούμια, τ’ ακούς. Αφήστε τον ν’
ανασάνει να πάρει αέρα, που έλιωσε στον απάνω κόσμο, κι ανάλυσε ,σαν το
κερί, το παιδάκι μου:., Ας ησυχάσει καλά τη νύχτα...
Γ΄ ΣΚΗΝΗ
(Γίνεται
ένα μικρό διάλειμμα για να μπουν τα τραπέζια του
καφενείου σε μια σειρά. Με το άνοιγμα της σκηνής βλέπουμε από τη μία μεριά τον
κόσμο να διασκεδάζει στο γάμο κι από την άλλη το Θανάση καθισμένο σε μια
καρέκλα κοντά στο παράθυρο να παρακολουθεί το γλέντι. Μπροστά στην πόρτα όρθια
στέκεται η Ανθούσα.)
ΘΑΝΑΣΗΣ:
(Μονολογώντας) Αν δεν ερχόμουν εγώ απ’ την Αμέρικα, και δεν έφερνα αυτούς τους
παράδες, όλα αυτά θα έλειπαν... Γάμος μπορούσε να γίνει αλλά θα ήταν πολύ
φτωχότερος... και τέτοιος χορός δεν θα γινότανε. (Με πολύ άργητα, γιατί ήδη
έπνεε τα λοίσθια πλησιάζει το κρεβάτι,
ανασηκώνει το προσκέφαλο και βλέπει ότι το πορτοφόλι του λείπει.) Μάνα μου,
μάνα : (Η μικρή Ανθούσα ακούει τη φωνή του κι έρχεται)
ΑΝΘΟΥΣΑ:
Τι έχεις Θανάση;
ΘΑΝΑΣΗΣ:
Ανθουσώ... Ανθουσώ... τρέξε γρήγορα, φώναξε τη μάνα μου...
ΑΝΘΟΥΣΑ:
Είναι πιασμένη στο χορό...
ΘΑΝΑΣΗΣ:
Να ξεπιαστεί και να τρέξει: (Η Ανθούσα πλησιάζει την Ασημίνα της ψιθυρίζει
στ’ αυτί κι εκείνη μετά από λίγο
έρχεται.)
ΑΣΗΜΙΝΑ:
Ω! καλά έκαμε τ’ Ανθουσώ κι ήρθε, και μ’ έκανε να ξεπιαστώ
απ’ το χορό. Μπαϊλντισα, παιδάκι μου. Με τις νιες αυτουνού του καιρού,
δημαρχίνες, λιμενάρχισσες, τηλεγραφητίνες, ξέρω γω να χορεύω!... Όχι άλλο!.. Ας
είναι στεριωμένα, καλορίζικα, παιδάκι μου... Τι λέει η Ανθουσώ, με θέλεις
Θανάση μου;
ΘΑΝΑΣΗΣ
Μάνα, ποιος μου πήρε το πορτοφόλι μου;
ΑΣΗΜΙΝΑ
Ποιο; τι είπες;
ΘΑΝΑΣΗΣ
Το πορτοφόλι που είχα τους παράδες μέσα.
ΑΣΗΜΙΝΑ
(αποχαυνωμένη) Έ:;
ΘΑΝΑΣΗΣ
Λείπει... Μου το κλέψανε, μάνα...
ΑΣΗΜΙΝΑ
Τι λες παιδί μου; (Την ίδια στιγμή ακούσθηκε η φωνή του Στάθη απέξω)
ΣΤΑΘΗΣ:
Μάνα...Μάνα:..
ΑΣΗΜΙΝΑ:
(Προβάλλει απ’ το παράθυρο) Ποιος φωνάζει;
Εσύ ’σαι Στάθη;
ΣΤΑΘΗΣ:
Πες του Θανάση, εγώ το’ χω το πορτοφόλι και να ησυχάσει. (αφού είπε αυτό
απομακρύνθηκε)
ΘΑΝΑΣΗΣ:
(Που ηρέμησε λιγάκι) Γιατί δεν ήρθε
μέσα;
ΑΣΗΜΙΝΑ:
Έχει δουλειές, παιδί μου... Αυτός έχει όλη τη φροντίδα του χορού. Υπηρετεί
όλους τους καλεσμένους.(Η Ασημίνα κατέβηκε στην πλατεία κι όταν έφτασε κοντά
στον Στάθη τον κοίταξε ερωτηματικά)
ΣΤΑΘΗΣ:
Σύρε να πεις του Θανάση, ο Στάθης πες το’ χει το πορτοφόλι και θα το δώσει, πες., Το πήρα, γιατί φοβήθηκα μην τ’ αρπάξει η θυγατέρα σου, την
ώρα που τον έπιασε ο βήχας... κι αυτή πολεμούσε να τόνε καταφέρει για να της δώσει τις χίλιες δραχμές, τα
παραπανίσια που μας γύρευε ο γαμπρός... Τώρα πια η πόρτα έκλεισε... Πανωπροίκια
δεν έχει, (Σβήνουν τα φώτα τα τραπέζια
έρχονται στην πρωτινή τους θέση.
Στο κρεβάτι κοντά στο Θανάση είναι όλοι εκτός από το Στάθη. Αυτός μόλις
σηκώθηκε κι ετοιμάζεται. Ο Θανάσης είναι
στις τελευταίες του στιγμές. Ο μαστρο-Στεφανής πηγαίνει με βία να φώναζει το
Στάθη.)
ΜΑΣΤΡΟ
ΣΤΕΦΑΝΗΣ: Σύρε να δεις τον αδελφό σου... Σε θέλει. (Ο Στάθης ετοιμάζεται με όλη
του την υπομονή. Ύστερα από λίγο έρχεται η Ασημίνα)
ΑΣΗΜΙΝΑ:
Δεν είναι καλά ο Θανάσης, έλα γρήγορα.
(Ο Στάθης πλένεται και σκουπίζεται όταν έρχεται η Μαργαρώ.)
ΜΑΡΓΑΡΩ:
Στάθη, τρέξε γρήγορα πεθαίνει ο Θανάσης μας. (Μετά από λίγο αφού είδαν κι αποείδανε
ότι δεν έρχεται αποφασίζει να τον ξαναφώναζει ο μαστρο-Στεφανής.)
ΜΑΣΤΡΟ ΣΤΕΦΑΝΗΣ:
Τρέξε γρήγορα, τον αδελφό σου τον μεταλαβαίνουνε. (Ο Στάθης χτενίζεται. Τέλος
ξεκίνησε. Όταν έφτασε, ο Θανάσης ήταν στις τελευταίες του στιγμές. Πλησίασε και
του έδωσε το πορτοφόλι στα χέρια. Εκείνος το έλαβε και γέλασε.)
ΣΤΑΘΗΣ:
Συγχώρεσε με αδελφέ μου, για καλό το καμα, για να μη σε γδύσουν.... Σου χρειάζονται τα λεφτά για να κοιταχτείς, να γίνεις καλά,... να ζήσεις ,
πολύ, πολύ ακόμα........
ΘΑΝΑΣΗΣ:
(Ξέπνοα) Ευχαριστώ. (έσφιξε το πορτοφόλι στο χέρι του και ξέπνευσε. Μόλις πέθανε,
ο Στάθης πήρε το πορτοφόλι και το ξανάβαλε στον κόρφο του. Όλη αυτή την ώρα ο
μάστρο-Στεφανής καθόταν παραπίσω και παρακολουθούσε. Έπειτα γύρισε αργά-αργά
και πηγαίνοντας προς το μαγαζί ψιθύρισε:)
ΜΑΣΤΡΟ
ΣΤΕΦΑΝΗΣ: Άλλοι σπέρνουνε κι άλλοι θερίζουνε.... (Μόλις έφτασε στην πόρτα του
μαγαζιού του φώναξε στον Γιάννη το Βλάχο, τον καφετζή με αργόσυρτη και
τρεμάμενη φωνή) Πάτερ Αβραάμ ελέησόν με
και πέμψον Λάζαρον .............
Αυλαία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου