Πέμπτη 23 Ιουνίου 2022

Δίκης Οφθαλμός

 

 

 Δίκης οφθαλμός

Κωμωδία μονόπρακτη

Ελεύθερη διασκευή: Σ.Π.Παπασηφάκης

Από το ομώνυμο διήγημα του Νίκου Τσιφόρου

Μάρτιος 1990

  

Το έργο παρουσιάσθηκε στα πλαίσια της παρέμβασης

της Νομαρχιακής Επιτροπής Λαϊκής Επιμόρφωσης

στις φυλακές

στην Κλειστή Φυλακή Χαλκίδας

το Μάιο 1990

 

 

Το παρόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί
από σχολεία η Συλλόγους στα πλαίσια των εκδηλώσεών τους.
Απαραίτητη προϋπόθεση να αναφέρεται το όνομα
του διασκευαστή.
Απαγορεύεται η ανάρτησή του σε ιστοσελίδα ή ιστολόγιο
καθώς και η διασκευή του χωρίς άδεια.

 

 

                       

ΔΙΑΝΟΜΗ
 
Φόγγος
Χλεμπόνας   (Εισαγγελέας)
Νέστορας     (Υπαρχιφύλακας)
Μαρής   (Πρόεδρος)
Δικηγόρος
Γρηγοράκης   (Α΄ Αστυφύλακας)
Σεσές
Ξιφιός
Γραμματέας
Β΄ Αστυφύλακας
 Ένας Φωτογράφος
 
 
(Η σκηνή είναι  χωρισμένη στα  δύο. Στο  δεξί  μέρος  είναι  ένα  κελί  της Φυλακής  με  τα  ράντζα αραδιασμένα  το  ένα  κοντά  στο άλλο και  στο αριστερό  μέρος  είναι  η αίθουσα του τριμελούς  δικαστηρίου της  Σανταρόζα. Όταν ανοίγει  η αυλαία  βλέπουμε  τους φυλακισμένους  να  κοιμούνται Σε   λίγο  μπαίνει   μέσα   ο φύλακας  και   ο  υπαρχιφύλακας.)
ΦΥΛΑΚΑΣ: (Με  σιγανή φωνή)  Καλημέρα.   (Αρχίζει   να  μετράει  τους  φυλακισμένους  και  λέει  τον αριθμό στον υπαρχιφύλακα)   Δέκα!   (Ο υπαρχιφύλακας  σημειώνει  τον αριθμό  και  φεύγουν. Οι  φυλακισμένοι  αρχίζουν  να  σηκώνονται  σιγά-σιγά  ενώ ακούγεται  η φωνή του  κράχτη από το  μεγάφωνο.) Φάρμακαα, τα  φάρμακα  σας.... φαρμακείο  Μπακάκος. Τα φαρμάκια  σας... Γραμματείαα...     Παπαδήμας, Νικολόπουλος, Σεσές, Κολιτσάκης. (Ο Σεσές  φεύγει  και  πηγαίνει  στη  γραμματεία. Οι  υπόλοιποι  συνεχίζουν την τακτοποίηση των κρεβατιών και του θαλάμου τους. Ύστερα  από  λίγο έρχεται   ο  Σεσές   με  την  κλήση για το  δικαστήριο του στο  χέρι.)
ΣΕΣΕΣ: Παιδιά, ήρθε η κλήση για  το  δικαστήριο. Στις   17  τ' αλλουνού  μήνα είναι. (Αφήνει  το  χαρτί  στο  κρεβάτι  του  και  πηγαίνει  στην τουαλέτα.)
ΣΟΥΣΑΜΙΑΣ: (Στο  Μαρή)   Πως  τα  βλέπεις;
ΜΑΡΗΣ:   Δύσκολα!
ΣΟΥΣΑΜΙΑΣ: Σαν  πόσα   να  φάει;
ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ: Δε   μου  λέτε  ρε, από  δίκη της φυλακής  έχει  ξαναπεράσει  ο Βαγγελάκης;
ΜΑΡΗΣ : Όχι.
ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ: Ετοιμαστείτε, τώρα που θα  βγει  να' μαστε  έτοιμοι. Και  που είσαστε  ρε, σας  θέλω σοβαρούς έτσι; (Ετοιμάζονται  στα  γρήγορα. Βγαίνοντας απ' την τουαλέτα  ο  Σεσές αντικρίζει  ένα   ...τριμελές. Στο πρόχειρο τραπέζι  κάθεται  σοβαρός  ο  Μαρής  και  ο Χλεμπόνας, ενώ ο Γρηγοράκης  στέκει   όρθιος  σε   στάση προσοχής)
ΜΑΡΗΣ: Βαγγελάκης  Σεσές.
ΣΕΣΕΣ: Τι   ναι  ρε  παιδιά;
ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ: Δεν ακούς που σε φωνάζει ο πρόεδρος ρε;
ΣΕΣΕΣ: (Ξαφνίασμένος) Πως..πως..παρών!
ΦΟΓΚΟΣ: (Σιγανά  στο Νέστορα) Γιατί ρε  βάζουνε  το Χλεμπόνα  όλο εισαγγελέα;
ΝΕΣΤΟΡΑΣ:   Γιατί  του πάει  ο ρόλος. Κοίτα  κακία. Άσε  που τα  ξέρει  όλα περιδιαγραμμάτου.
ΜΑΡΗΣ: (Χτυπάει  το  ντενεκεδάκι  που  έχει  για  κουδούνι)   Ησυχία. (Ο  Γρηγοράκης  αγριεύει)   Για  πλησίασε.   (Ο Σεσές  πλησιάζει.) Όνομα  και  που εγεννήθεις, που  κατοικείς  και  τα  ρέστα;
ΣΕΣΕΣ: Βαγγελάκης Σεσές, του Επαμεινώντα και της Ασημίνας, ετών τριάντα δύο, γεννηθείς  εν Βόλω.
ΜΑΡΗΣ: Επάγγελμα;
ΣΕΣΕΣ: Ε, τι; Τώρα  τέτοια  θα  λέμε   κύριε  πρόεδρε;
ΜΑΡΗΣ: (Θυμωμένα) Βρε  παλιοκερατά, εδώ κάνουμε   δίκη, δεν  κάνουμε   λαμόγια. Γρηγόρηη!  (Ο Γρηγόρης σηκώνεται βαρύς και πιάνει τον κατηγορούμενο από το σβέρκο)
ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ: Πες επάγγελμα ρε κουβά.
ΣΕΣΕΣ: (Ξεροκαταπίνοντας λέει σιγανά.) Δε δουλεύω.
ΜΑΡΗΣ: (Στο γραμματέα) Να γραφτεί άνευ επαγγέλματος.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: (Επαναλαμβάνει) Άνευ επαγγέλματοος.
ΜΑΡΗΣ: Ορκίσου ρε να πεις την αλήθεια χωρίς φόβο και πάθος.
ΣΕΣΕΣ: Ορκίζομαι.
ΜΑΡΗΣ: Κατηγορείσαι ότι τον περασμένο Μάρτιο χτύπησες και έκλεψες το γέρο στο Ψυχικό. Ο κύριος εισαγγελέας.
ΧΛΕΜΠΟΝΑΣ: (Με πολύ ζοχάδα) Κάθαρμα!
ΣΕΣΕΣ: Εμένα Χλεμπόνα, κάθαρμα μη με λες, καθόσο έτσι και περάσεις από υπόνομο του μυρίζεις και λιποθυμάει ο υπόνομος.
ΧΛΕΜΠΟΝΑΣ: Γρηγόρη!
ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ: (Που  ξανασηκώνεται)  Είσαι  κατηγορούμενος  ρε   καθίκι;
ΣΕΣΕΣ: Είμαι.
ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ: Ε, μην αντιμιλάς  στας   δικαστικάς  αρχάς, γιατί  θα  σε   κάνω ίσαμε   μια  κουρελού από την καρπαζά.
ΜΑΡΗΣ: (Κτυπάει  το  κουδούνι  του. Στο  Σεσέ.)   Πρωτάρα  είσαι  ρε;
ΣΕΣΕΣ: Όχι,  έχω φάει  δύο και ένα και ενάμιση.
ΜΑΡΗΣ: Ε, τι  κάνεις  σα  φραγκόκοτα;
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: Για  δίκη της  φυλακής  είναι  πρωτοτάξιδος  κύριε  πρόεδρε.
ΜΑΡΗΣ: Εν  τάξει  η ένσταση.
ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ: Συγχωρείσαι, αλλά  λίγα  γιατί  δέρνεσαι.  (Κάθεται)
ΧΛΕΜΠΟΝΑΣ: Να  προσέλθει  ο  μάρτυς  κατηγορίας. Φόγκος. (Έρχεται  ο Φόγκος)  
ΜΑΡΗΣ: Πως  λέγεσαι;
ΦΟΓΚΟΣ:  Φόγκος  Χρήστος  κύριε  πρόεδρε  ή Φόγκος  ο  κλειδαρότρυπας  ή..
ΜΑΡΗΣ: Άσεε φτάνει  δε  θέλουμε   να  μας φας  τη  μέρα, ορκίσου  ρε   να πεις την αλήθεια  χωρίς φόβο και  πάθος.
ΦΟΓΚΟΣ: Στο εντάξει. Ορκίζομαι.
ΜΑΡΗΣ: Ο κύριος  εισαγγελέας  έχει  το  λόγο.
ΧΛΕΜΠΟΝΑΣ: Τι  γνωρίζεις  για  την  υπόθεση;
ΦΟΓΚΟΣ: Εγώ κύριε   εισαγγελέα  έχω μια παράγκα  και  πουλάω λεμονάδες.
ΣΟΥΣΑΜΙΑΣ: (Στο  Νέστορα)   Άκου λεμονάδες, ρε  τι  λέει  αυτός;
ΝΕΣΤΟΡΑΣ: Τις  λεμονάδες  τις  έχει  για  βιτρίνα, στην πραγματικότητα φτιάχνει "ποδήλατα", κάτι  τσιγαρούκλες   να, σαν τρομπόνια είναι!
ΜΑΡΗΣ: (Χτυπάει  το καμπανάκι) Ησυχία  γιατί  θα  κενώσω την αίθουσα. (Στο Φόγκο)   Τον κατηγορούμενο τον γνωρίζεις;
ΦΟΓΚΟΣ: Πως  ερχότανε   καμιά φορά  κι  έπινε  καμιά...
ΧΛΕΜΠΟΝΑΣ: (Ειρωνικά)   Λεμονάδα...
ΦΟΓΚΟΣ: Μμμμ ...παγωμένη.
ΧΛΕΜΠΟΝΑΣ: Λοιπόν;
ΦΟΓΚΟΣ: Να, πρωί  ήτανε, μεσημεράκι  ήτανε...;  
ΧΛΕΜΠΟΝΑΣ: Πρωί   ή  μεσημέρι;
ΦΟΓΚΟΣ: Αναλόγως  τι ώρα  ξυπνάει  ο πάσα  ένας  κύριε  πρόεδρε. Άμα  λέμε πρωί, εννοούμε   δώδεκα, μία, δύο.
ΧΛΕΜΠΟΝΑΣ:   Α, τόσο  πρωί, λέγε.
ΦΟΓΚΟΣ: Ήρθε   το  λοιπόν, κι  έχει  κοντά  του  μια  γκομενίτσα. Χρύσα  τη λένε, καλό  πράμα, σαμαλάτη και  λυγιστή. Η δικιά   μου  η Αργυρή απόρησε. Πως   να  πούμε   και  με   τη  Χρύσα, ενόσω  και  η Χρύσα   δεν  τραβιέται  άμα δεν είσαι κουδουνιστός από τάλιρα; Το οποίον δηλαδή κάτι έχει κάνει αυτός και τα 'χει.
ΧΑΕΜΠΟΝΑΣ: Δηλαδή είχε  λεφτά;
ΦΟΓΚΟΣ: Ναι αμέ. Πίνουνε  τέλος  πάντων τις  λεμονάδες...
ΧΑΕΜΠΟΝΑΣ: Λεμονάδες;
ΦΟΓΚΟΣ :Λεμονάδες, αφού το' παμε  κύριε  εισαγγελέα, όλο τα   ίδια  θα  λέμε; Πίνουνε  το  λοιπόν τις  λεμονάδες, παίρνουνε  κι  ένα  πακέτο  για  το σπίτι. Κάνει  έτσι   ο  μάγκας  και  μοστράρει  ένα  ρολό  χαρτονόμισμα. Τι  χρωστάμε;
ΜΑΡΗΣ: Είχε λεφτά;
ΦΟΓΚΟΣ: Παραπάνω από  το  προεκλογικό  χαρτί  κύριε  πρόεδρε.
ΜΑΡΗΣ: Έτσι  ε;
ΦΟΓΚΟΣ: Ναι  για. Με  το που  μπαίνουνε  στο ταξί αγκαζέ  και  πάνε, λέει  η Αργυρή: «ο  μόρτης  έχει  κάνει   λαδιά».   Αυτό  είχα   να  πω και  τίποτ' άλλο.
ΜΑΡΗΣ:   Κάθισε,
ΦΟΓΚΟΣ: Μερσί.   (Κάθεται.)
ΜΑΡΗΣ: Να  έρθει   ο  επόμενος   μάρτυς. Σουσάμιας  Καλλίμαχος.
ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ: (Φωνάζει)   Σουσάμιας  Καλλίμαχοος.
ΣΟΥΣΑΜΙΑΣ: Παρών  κύριε  πρόεδρε.
ΜΑΡΗΣ: Ορκίσου  ρε   να  πεις  την αλήθεια  χωρίς φόβο  και  πάθος.
ΣΟΥΣΑΜΙΑΣ:   Ορκίζομαι.
ΜΑΡΗΣ: Ο κύριος  εισαγγελέας  έχει  το  λόγο.
ΧΑΕΜΠΟΝΑΣ: Τι  γνωρίζεις  περί  της  υπόθεσης;
ΣΟΥΣΑΜΙΑΣ: Το  παιδί  έχει  σεβντά  με   τη Χρύσα  τρεις   μήνες  και  βάλε   κύριε  εισαγγελέα.
ΧΑΕΜΠΟΝΑΣ: Τη  χαλβάδιαζε;
ΣΟΥΣΑΜΙΑΣ: Πολύ. Η μικρή  όμως  καθόσον  και  τυγχάνει  φαγάνα  δεν του ρίχνει βάρος. Τι   να  σε   κάνω κύριε; Στο πίτσι-πίτσι  θα  το  πάμε; Τα 'χεις; Τ' ακουμπάς. Δεν  τα' χεις, τράβα  να  πουλήσεις  μπανέλες  για  τα  πουκάμισα. Το  παιδί  ο...  Σεσές, μεγάλος  δεν είναι  στην πιάτσα, κάτι  μικροξάφρες έχει  κάνει, ψιλοτάρια πράματα, κλοπές  είν' αυτές  ή σκέτο από γιουβέτσι; Κι επειδή είναι   όλο στην απέξω, του ανάβει  το αίμα. Λέει  λοιπόν, έτσι  και  δεν της τα  στρώσω δεν αρτύνομαι.
ΧΛΕΜΠΟΝΑΣ: Κι  έκανε   τη φτιάξη.
ΣΟΥΣΑΜΙΑΣ: Μπροστά  δεν ήμουνα  κύριε  πρόεδρε, αλλά  από  βραδύς  που έγινε η  δουλειά  στο Ψυχικό, είχε   χαθεί   ο  μικρός  και  την άλλη  μέρα  τον  έκοψα ματσωμένο. Ήρθε   στο  μαγαζί   μου  που τυγχάνει   να  εργάζεται  η Χρύσα  και παραγγέλνει  ένα  μπουκάλι  πίπερμαν. Λέω τώρα  εγώ. Σεσέ, μπουκάλι   ναι   μεν αλλά  το  μετρητό  να  πέσει   μπροστά  να  μην παίζουμε   κυνηγητό  και  κλέφτες  κι  αστυνόμους  μετά  την πόση. Έτσι;
ΧΑΕΜΠΟΝΑΣ: Κι  αυτός;
ΣΟΥΣΑΜΙΑΣ: Κάνει   μία  έτσι  και   μοστράρει  καμιά  εξηνταριά  καφετιά. Πλερώνεσαι, μου  λέει.
ΜΑΡΗΣ: Πόσα;
ΣΟΥΣΑΜΙΑΣ: Είναι  και  κουτός, Δε   βγάζει  είκοσι  τάλιρα  να  μου τα  ρίξει. Κάνει  μόστρα  το  πολύ. Θα  μου  πεις  κύριε  πρόεδρε,   έπρεπε     να   δει  και η Χρύσα  ότι  υπάρχουν.
ΜΑΡΗΣ: Παρακάτω.
ΣΟΥΣΑΜΙΑΣ: Παρακάτω, δεν έχει, βλέπει  η Χρύσα  το  μπεζαχτά, του πετάει  χαμόγελα πέντε, πολύ ξεγυρισμένα. Πίνουνε   μαζί  το πίπερμαν  όλο   και  λέει  η Χρύσα. Εγώ πάω με  τον κύριο  να πάρουμε  ένα παγωτό σπέσιαλ. Με  το που ξεμπουκάρανε, βαρέσανε  τα  τέλια. Έγινε   μια  δουλειά  στο Ψυχικό  και φάγανε  ενός πουρόγερου εβδομήντα τρία  χοντρά που τα είχε στη  ντουλάπα.
ΜΑΡΗΣ: Τι άλλο γνωρίζεις;
ΣΟΥΣΑΜΙΑΣ: Τίποτα  και  κάθομαι.
ΜΑΡΗΣ: Να 'ρθει ο γέρος. (Σηκώνεται  ο Νέστορας  ο  κλαψιάρης. Μερικοί  κάνουνε   να  γελάσουν.)
ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ: Ρε  σεις, όποιος  γελάσει   με  το σεβαστό  δικαστήριο, θα του βγάλω τη  μύτη  να την κάνω  μελιτζανάκι  γλυκό.
ΓΕΡΟΣ: Ορκίζομαι  να πω την πάσα αλήθεια.
ΜΑΡΗΣ: Για  λέγε  το  λοιπόν.
ΓΕΡΟΣ: Εγώ παιδάκι  μου  δεν κάθουμαι  στο Ψυχικό, Καλογρέζα κάθομαι. Τον κατηγορούμενο τον εγνώρισα  όταν ήρθε   μια φορά  να  μου τινάξει  τα  χαλιά.
ΜΑΡΗΣ: Μάστα.
ΓΕΡΟΣ: Καλό παιδάκι  φαινότανε, του 'ριξα  πέντε  τάλιρα  και  του 'βαλα  κάτι  ροβύθια  που 'χάνε   μείνει  από  βραδύς.
ΜΑΡΗΣ: Μάστα.
ΓΕΡΟΣ:Κι  επειδή το συμπάθησα, πέρναγε  καμιά  βολά, του 'βαζα  κι  έτρωγε  και  του 'ριχνα  και  κάνα  δυο τσιγάρα  στο  χύμα.
ΜΑΡΗΣ: Παρακάτω.
ΓΕΡΟΣ: Τώρα  εγώ, από  τότε  που  μ' άφησε  η  μακαρίτισσα  η γυναίκα  μου ζω μονάχος. Δυο  παλικαράκια  που  έχω είναι  φευγάτα  στην Αμερική. Πότε-πότε   λοιπόν  μου στέλνουνε  τίποτε   δολάρια, σου λέει   να 'χει  να  πορεύεται ο γέρος. Άμα μαζευτούνε τα κάνω χιλιάρικα και τα βάζω στη ντουλάπα στο μέσα μέρος.
ΜΑΡΗΣ: Λοιπόν.
ΓΕΡΟΣ: Λαχαίνει  λοιπόν  ο  Σεσές   να 'ναι  εκεί που  μου' ρθε το   τσέκι. Αρωτάει, του  λέω, άνθρωπος  του  σπιτιού  να  πούμε, μαθαίνει  και  του  δίνω κι  ένα  πενηντάρι  δανεικό. Τώρα  το  παιδί, καλό  παιδί, θέλει  να  ξεπληρώσει  το  πενηντάρι  κι  όλο  έρχεται  και  ρωτάει: «μπάρμπα  Γιάννη, έχεις κάνα  θέλημα  να  σου  κάνω έτσι  για  να  ξοφλήσουμε;» Κάνει  θελήματα  κι εγώ που τον έχω της  εμπιστοσύνης  μου τον αφήνω άμα  τύχει  και  στο σπίτι  μόνο του.
ΜΑΡΗΣ: Μάστα.
ΓΕΡΟΣ: Έχω και   μία ανηφιά  τη Φωφώ που  δουλεύει   μοδίστρα.Τον  βλέπει  μια  μέρα  που έψαχνε  και  μου  λέει: «Καλέ  θείε, τι ψάχνει  όλη την ώρα αυτός»; Μπήκα  και  τον είδα  που έψαχνε. Τον ρωτάω και  μου  λέει: «Έχασα  τον αναφτήρα  μου και  λέω που  να  μου' πεσε.»
ΜΑΡΗΣ: Προχώρει.
ΓΕΡΟΣ:Την άλλη  μέρα  η Φωφώ έπρεπε   να  πάει  στο  Κιάτο  στη  μάνα  της και  τον έστειλε   να  βγάλει  εισιτήριο  στο τρένο. Φεύγει  η Φωφώ και το  βράδυ  λέω εγώ  να  κοιμηθώ  νωρίς, γιατί  είχα   δουλειές  το πρωί. Πέφτω και  κατά  τις  έντεκα  σα  να   μου φάνηκε  πως  άκουσα  κάποιο  τζάμι να  σπάει  στην κουζίνα. Σηκώνομαι, ανάβω το φως, δεν ανάβει, λέω  με το νου  μου, κάτι  θα 'παθε   η ασφάλεια. Πάω στην κουζίνα  να  βρω κανένα σπαρματσέτο υπόλοιπο από τη Λαμπρή κι  εκεί  έφαγα  μία  και  έπεσα  κάτω.
ΜΑΡΗΣ: Ξαφνικά.
ΓΕΡΟΣ: Το  πρωί  που  συνήλθα  τι   να  δω, ανάστα  η  ντουλάπα, λείπανε  και τα  χιλιάρικα.
ΧΑΕΜΠΟΝΑΣ: Τον κατηγορούμενο δεν τον είδες;
ΓΕΡΟΣ: Όχι  κύριε  εισαγγελέα, αλλά ποιος  ήξερε   ότι  έχω λεφτά  στη ντουλάπα  και  ποιος  ήξερε   να   μπει  από  το  παράθυρο  της  κουζίνας;
ΜΑΡΗΣ: Κάθισε  κάτω.   (Κάθισε   ο Νέστορας  και  κάνει   να ανάψει  τσιγάρο.)
ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ: (Την ώρα που τ' ανάβει) Σβήστο.
ΝΕΣΤΟΡΑΣ: Όχι  δεν το  σβήνω. (Ο Γρηγοράκης  κάνει  να  τον σβερκώσει) Δε ντρέπεσαι ρε να βαράς γέρο άνθρωπο; (Ο Γρηγοράκης τον αφήνει και γυρίζει στη θέση του.)
ΜΑΡΗΣ: Οι μάρτυρες κατηγορίας τελειώσανε. Η υπεράσπιση έχει να προτείνει κανένα μάρτυρα;
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ:Μάλιστα  κύριε  πρόεδρε.Έχουμε  ένα  μάρτυρα,
ΜΑΡΗΣ: Να  προσέλθει.(Ο  Ξιφιός  πλησίαζει) Ονομάζεσαι;
ΞΙΦΙΟΣ: Ξιφιός Απόστολος  του Νικολάου και  της  Δωροθέας  κύριε  πρόεδρε.
ΜΑΡΗΣ: Ορκίζεσαι  ρε   να πεις  την αλήθεια;
ΞΙΦΙΟΣ: Μάλιστα  κύριε  πρόεδρε. Να μη σώσω. (Βάζει  το χέρι  του στο κουτί  με  τα τσιγάρα.)
ΜΑΡΗΣ: Λοιπόν, τι  γνωρίζεις  για  την  υπόθεση;
ΞΙΦΙΟΣ: Αδίκως  κατηγορείται το παιδί κύριε  πρόεδρε, διότι  από  τις  εφτά  έως τις  δύο είμαστε  στο  δωμάτιο  μου και  παίζαμε  Βομβάη. Κέρδισα  μάλιστα και  έξι  τάλιρα.
ΧΑΕΜΠΟΝΑ: Βομβάη έτσι; Κάθισε  κάτω και θα  σε  κλείσω  μέσα  επί ψευδορκία. (Ο Ξιφιός  κάθεται  κάτω φοβισμένος)
ΜΑΡΗΣ : Για  ...σήκω πάνω κατηγορούμενε.
ΣΕΣΕΣ: (Κατ' ιδίαν)  Ωχ!   (σηκώνεται)
ΜΑΡΗΣ: Λέγε.
ΣΕΣΕΣ: (Απολογητικά) Εγώ κύριε  πρόεδρε, τη Χρύσα  την αγαπούσα.
ΜΑΡΗΣ: Δε   μας  ενδιαφέρει.
ΣΕΣΕΣ: Δηλαδή, τι  σας ενδιαφέρει; Να με χώσετε  μέσα;
ΜΑΡΗΣ: Σκασμός και λέγε.
ΣΕΣΕΣ: Άνθρωποι  είμαστε, καρδιά έχουμε. Έχεις αγαπήσει ποτέ κύριε πρόεδρε:
ΜΑΡΗΣ: Παρακάτω.
ΣΕΣΕΣ: Την αγαπούσα  πολύ το λοιπόν, αλλά  δε μου 'δινε  σημασία, γιατί  εμείς  οι άντρες είμαστε  κύριε πρόεδρε  μου...
ΜΑΡΗΣ: Να  λείπουνε  τα  μου.
ΣΕΣΕΣ: Μάλιστα  κύριε  πρόεδρε   μου χωρίς  μου, χωρίς    λεφτά  δε   μας  δίνουν σημασία η καρδιά  δε  μετράει, μετράει  ο παράς. Λέω λοιπόν, πρέπει   να  της   μοστράρω τίποτε   χαρτιά...
ΜΑΡΗΣ: Κι  έφαγες  τα  λεφτά  του  γέρου.
ΣΕΣΕΣ: Όχι κύριε πρόεδρε ποσώς.
ΜΑΡΗΣ: Και που το βρήκες το μάτσο;
ΣΕΣΕΣ: Ορίστε;
ΜΑΡΗΣ: Δεν ακούς κιόλας; (Δυνατότερα) Το μάτσο λέω, που το κονόμησες;
ΣΕΣΕΣ: Μάτσο!  Δεν είχα μάτσο. Δύο  χιλιάρικα  δανείστηκα  κι από  μέσα έβαλα χαρτιά να φαίνεται  μάτσο.
ΜΑΡΗΣ: Από ποιον τα  δανείστηκες;
ΣΕΣΕΣ: Ορίστε;
ΜΑΡΗΣ: (Πιο αργά  και  δυνατότερα)  Από ποιον τα  δανείστηκες;
ΣΕΣΕΣ: Αυτά  είναι  τώρα. Άμα πούμε  από ποιον  δανειζόμαστε, του κολλάνε και  οι άλλοι και  βρίσκει  ο άνθρωπος  το  μπελά  του.
ΜΑΡΗΣ: Εδώ στο  δικαστήριο θα  το πεις,
ΣΕΣΕΣ: Ναι, να πάτε   όλοι  να  τον  ξεφλουδίσετε.
ΜΑΡΗΣ: Εδώ θα  το πεις.
ΣΕΣΕΣ: Καλά. Είναι  ένας φίλος, Φαρίνα τον λένε,
ΜΑΡΗΣ: Που βρίσκεται; Γιατί  δεν τον έφερες  μάρτυρα;
ΣΕΣΕΣ: Ορίστε;
ΜΑΡΗΣ: (πάλι δεν ακούς;) Να 'ρθει  λέω να  μαρτυρήσει.
ΣΕΣΕΣ: Κωλύεται.
ΜΑΡΗΣ: Γιατί;
ΣΕΣΕΣ: Γιατί  του έλαχε   να...πεθάνει.
ΜΑΡΗΣ: Πέθανε;
ΣΕΣΕΣ: Πολύ.
ΜΑΡΗΣ: Ψέματα λες.
ΣΕΣΕΣ: Ε, τι; Άντε στο νεκροταφείο να δεις που το γράφει.
ΜΑΡΗΣ: Κι έδειξες αυτά τα λεφτά στη Χρύσα;
ΣΕΣΕΣ: Μάλιστα.
ΜΑΡΗΣ: Και  με   δύο  χιλιάδες  της πήρες  φουστάνια  και  κοσμήματα και τόσα πράγματα.
ΣΕΣΕΣ: Μάλιστα.
ΜΑΡΗΣ: Και  δεν έκανες  τη δουλειά  εσύ;
ΣΕΣΕΣ: Μάλιστα. Δηλαδή όχι.
ΜΑΡΗΣ: Έχεις  τίποτ' άλλο  να προσθέσεις;
ΣΕΣΕΣ: Όχι.
ΜΑΡΗΣ: Κάθισε  κάτω. Ο κύριος  εισαγγελέας.
ΧΛΕΜΠΟΝΑΣ: (Τόση ώρα  καθόταν  στα  καρφιά, τώρα παίρνει  ύφος  σοβαρό και  στομφώδες) Κύριοι, ο  κατηγορούμενος  είναι  ένας  πωρωμένος, είναι  ένας  πωρωμένος  εγκληματίας  και  επικίνδυνος  για  την ασφάλεια. Όχι   μόνο λήστεψε  το βεργέτη του, αλλά  και  το βάρεσε. Που βαράς  ρε;   Δε   ντρέπεσαι, γέρο άνθρωπο κι  έχει  κι  αθριτικά;.. Για να  κορώσει..
ΜΑΡΗΣ: Κορέσει.
ΧΛΕΜΠΟΝΑΣ: Το   ίδιο είναι, για  να  κορώσει  τα άγρια ένστιχτά του, πρόδωσε  τον πουρόγερο που του 'δειξε   μπιστοσύνη... διότι  είναι αποδεδειγμένο ότι  αυτός  την έκανε  τη βρωμιά. (Με  έπαρση, κουνώντας το  δείκτη του αριστερού  χεριού.)   Τέτοιοι  παλιάνθρωποι...
ΣΕΣΕΣ: Εμένα  παλιάνθρωπο  μη  με   λες  Χλεμπόνα.
ΧΛΕΜΠΟΝΑΣ: Κλητήρ. (Ο  Γρηγοράκης  αγριεύει)
ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ: Έτσι  και  ξαναδιακόψεις  τον κύριο εισαγγελέα, θα  σου  βάλω τη μούρη στην τρύπα του αποπάτου, (Ο Σεσές ηρεμεί, ενώ ο Χλεμπόνας συνεχίζει ακάθεκτος. Ενώ ακούγεται μουσική από το μεγάφωνο, ο Χλεμπόνας  χειρονομεί και ομιλεί δίχως να ακούγεται στην πλατεία. Μετά την αγόρευση  σκουπίζεται με το μαντήλι του και κάθεται)
ΜΑΡΗΣ: Η υπεράσπιση.
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: (Όση ώρα   μιλάει  κινείται) Η κοινωνία  κύριε  πρόεδρε,  είναι  μπαμπέσα, διότι  σου ανεβάζει τα  όνειρα   με   το ασανσέρ  στο  τελευταίο πάτωμα κι  ύστερα  σου τα  πετάει από το παράθυρο. Αγαπήσαμε  κύριε  πρόεδρε. Τι   να  κάνουμε; Έτσι  και  σε  πλακώσει  ο σεβντάς  άντε  συ βγάλε  άκρη. Τι  τα 'θελε  ο πουρόγερος  τα  λεφτά καθόσον το χαμόμηλο δεν κοστίζει; Να του  τα φάει  ο σκώρος;... Δηλαδή δεν τα πήραμε  εμείς, αλλά  και  αν τα παίρναμε  ε; Να  κυκλοφορεί  το  χρήμα. Εσείς δεν θα  τα  παίρνατε  κύριε  πρόεδρε;
ΜΑΡΗΣ: (Κατ' ιδίαν)   'Αμα  το 'ξερα  μου  γλυτώνανε;
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: Τώρα  θα  μου πεις  του  δώσαμε  και   μία  στο κεφάλι. Αλλά   δεν τον στραγγαλίσαμε  κύριε  πρόεδρε. Καθόλου. Τον σεβαστήκαμε   με  το παρά πάνω. Η Χρύσα  φταίει  κύριε  πρόεδρε, που μας  τα 'φαγε, έφυγε   με  άλλο στη Γερμανία και μας άφησε φιάλη. Ζητάμε  την επιείκεια  του  σεβαστού δικαστηρίου....
 ΜΑΡΗΣ: Εντάξει, εντάξει. (Ο εισαγγελέας  συζητά  με  τον πρόεδρο πίσω από ένα φάκελο) Το  δικαστήριο αποφασίζει. Βρίσκει  ένοχο τον κατηγορούμενο Βαγγελάκη  Σεσέ  για  ληστεία  μετά  βιαιοπραγιών  και  τον  τιμωρεί   με  φυλάκιση  οχτώ χρονών και  έξι   μηνών. Τέλος  της  συνεδρίασης. (Ο  Σεσές  πλησιάζει  το  Χλεμπόνα.)
ΣΕΣΕΣ: Η κακία  σου ρε   μάγκα, σπάει  τζάμι.
 
ΤΕΛΟΣ       Α'   Μ ΕΡΟΥΣ
Β'  Μ Ε ΡΟΣ
(Βρισκόμαστε στην αίθουσα του δικαστηρίου όπου έχει αρχίσει η δίκη, η πραγματική τούτη τη φορά. Η ακροαματική διαδικασία έχει προχωρήσει, έχουν εξεταστεί ήδη οι πρώτοι μάρτυρες κατηγορίας.)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να προσέλθει ο μάρτυς Ιωάννης Παπαδόπουλος,
Α΄ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Ιωάννης Παπαδόπουλος.
ΓΕΡΟΣ: (Σηκώνεται, και πλησιάζει στο εδώλιο) Παρών κύριε πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ονομάζεσαι;
ΓΕΡΟΣ: Ιωάννης Παπαδόπουλος του Οδυσσέα και της Μαρίας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Που κατοικείς;
ΓΕΡΟΣ: Στην Καλογρέζα κύριε πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για λέγε λοιπόν.
ΓΕΡΟΣ: Το Βαγγελάκι κύριε πρόεδρε τον γνώρισα τυχαία. Είχε έρθει μια μέρα να μου τινάξει τα χαλιά. Μου φάνηκε καλό παιδί και τον συμπάθησα. Από τότε περνούσε πότε-πότε από το σπίτι, μου έκανε κανένα θέλημα, του έδινα  κανένα φράγκο και  του έβαζα  κι  ότι φαγητό  μου βρισκότανε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Λοιπόν;
ΓΕΡΟΣ: Τα παιδιά  μου από την Αμερική  μου έστελναν  χρήματα. Όσα  μου περίσσευαν τα φύλαγα μέσα στη ντουλάπα. Τον είχε δει μια μέρα η ανιψιά μου η Φωφώ που έψαχνε εκεί. Όταν τον ρώτησα, τι έψαχνε, μου είπε ότι έχασε τον αναπτήρα του. Εκείνο το βράδυ έγινε ότι έγινε. Κατά τις έντεκα η ώρα έσπασε το τζάμι της κουζίνας. Πήγα να δω τι έγινε και τότε κάποιος με κτύπησε στο κεφάλι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είδατε τον κατηγορούμενο;
ΓΕΡΟΣ: Δεν τον είδα  κύριε  πρόεδρε, αλλά  ποιος  ήξερε   ότι  είχα  λεφτά στη ντουλάπα;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πολύ καλά καθίστε. Να προσέλθει ο μάρτυρας υπερασπίσεως Ξιφιός Απόστολος.
ΑΆΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Ξιφιός Απόστολος.
ΞΙΦΙΟΣ: Παρών.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ονομάζεσαι;
ΞΙΦΙΟΣ: Ξιφιός Απόστολος του Νικολάου και της Δωροθέας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ορκίζεστε να πείτε την αλήθεια χωρίς φόβο και πάθος;
ΞΙΦΙΟΣ: Ορκίζομαι.(Βάζει το χέρι του στο ευαγγέλιο)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η υπεράσπιση.
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: Δε μου λέτε μάρτυς, τον ξέρετε καιρό τον κατηγορούμενο;
ΞΙΦΙΟΣ: Μάλιστα.
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: Και δε μου λέτε τον έχετε άξιο να προβεί σε μια τόσο απονενοημένη πράξη;
ΞΙΦΙΟΣ: Όχι.
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: Πείτε   μου  κάτι  άλλο. Το  βράδυ εκείνο  που  έγινε   όλη  η   ιστορία, γνωρίζετε   πού  ήταν  ο  κατηγορούμενος;
ΞΙΦΙΟΣ: Αδίκως  κατηγορείτε   κύριε, διότι  από  τις  εφτά  έως  τις   δύο  τη νύχτα  είμαστε   στο  δωμάτιο  μου  και  παίζαμε   βομβάη. Κέρδίσα  μάλιστα και  έξι  τάλιρα.
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: Τίποτ' άλλο, ευχαριστώ  κύριε  πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κάθισε   κάτω  μάρτυς. Κατηγορούμενε  έλα  επάνω.(Ανεβαίνει  στο εδώλιο) Άκουσες  τι  σου  καταμαρτυρούν, τι  έχεις  να απολογηθείς  για όλα αυτά;
ΣΕΣΕΣ: Εγώ κύριε πρόεδρε, τη Χρύσα την αγαπούσα. Την αγαπούσα αλλά δε μου 'δινε σημασία ένεκα που ήμουν άφραγκος. Λέω λοιπόν να της δείξω τίποτε λεφτά για να με υπολογίσει.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και πήρες τα λεφτά του κυρίου;
ΣΕΣΕΣ: Όχι, κύριε πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς όχι, και που τα βρήκες; Ολόκληρο μάτσο.
ΣΕΣΕΣ: Μάτσο δεν είχα κύριε πρόεδρε. Δυο χιλιάρικα δανείστηκα κι απόμέσα έβαλα χαρτιά, να φαίνονται πολλά.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Από ποιον τα δανείστηκες;
ΣΕΣΕΣ: Από ένα φίλο μου. Φαρίνα τον έλεγαν.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον έλεγαν;
ΣΕΣΕΣ: Μάλιστα κύριε πρόεδρε. Μας άφησε χρόνους.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλά ένα μάρτυρα είχες κι αυτός μας άφησε χρόνους;
ΣΕΣΕΣ: Τι να κάνουμε κύριε πρόεδρε, δε μας ρώτησε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλά ας πούμε ότι είναι έτσι όπως τα λες. Με δυο χιλιάρικα πήρες φουστάνι, κοσμήματα κι έρευσε ποτάμι το πίπερμαν;
ΣΕΣΕΣ: Μάλιστα κύριε πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και δεν την έκανες εσύ τη δουλειά;
ΣΕΣΕΣ: Όχι,  κύριε   πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλά, κάθισε  κάτω. Ο κύριος  εισαγγελεύς.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ (Που παίρνει  ύφος  σοβαρό  και  στομφώδες) Κύριοι, η υπόθεση την οποία  καλούμαστε   να  κρίνουμε,  είναι από τις  πλέον αποτρόπαιες. Διότι  είναι  αποδεδειγμένη  η ενοχή του κατηγορουμένου. Εφόσον κτύπησε  τον ευεργέτη του, τι  θα κάνει  με  κείνους που του είναι  άγνωστοι; Τέτοιοι  πωρωμένοι  εγκληματίες, είναι  επικίνδυνοι  δια  τη  δημόσια ασφάλεια. Δε   διστάζουν  μπροστά  σε  τίποτα, για να  κορέσουν  τα άγρια  ένστιχτά  τους   μπορούν  να  κάνουν  οποιαδήποτε πράξη. Πρέπει   να  πέσει  πάνω τους  αμείλικτος  ο  πέλεκυς  της   δικαιοσύνης, για   να   μην  τολμήσουν  να  κάνουν  το   ίδιο  όλοι   οι  όμοιοι  τους. Κύριε  πρόεδρε, προτείνω την αυστηροτέρα  των ποινών.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η υπεράσπιση.
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: (Στο  Σεσέ)   Τώρα  θα  σε  σώσω.   (Σηκώνεται) Κύριε  πρόεδρε, κύριε  εισαγγελέα, όλοι  οι άνθρωποι κάνουν  όνειρα. Ποιος  μπορεί  να εμποδίσει  τον κόσμο  να  ονειρεύεται; Όχι  πείτε   μου, ποιος  μπορεί; Το  όνειρο του κατηγορουμένου  δεν ήταν κανένα αυτοκίνητο πολυτελείας  ή κότερο. Είχε  σάρκα  και  οστά. Ήταν η Χρύσα. Κι όσα  κι αν του είπαν, αυτός  γνώμη δεν άλλαζε. Διότι  το τόξο του έρωτα είναι  στραβοκάνικο κύριε  πρόεδρε. Αλλού πρέπει   να  τοξεύσει  κι  αλλού κάρφωνει. Και  μας  μάτωσε  κύριε  πρόεδρε  στο  μέρος  της  καρδιάς. Και  το πάθος  μας  ήταν  μεγάλο  ή θα  έπρεπε   να  το  συντρίψουμε   ή  να περιμένουμε  τη  δική  μας  συντριβή. Κι  έγινε   το  δεύτερο, διότι  η Χρύσα  πήρε  τα λεφτά, έφυγε  για  τη Γερμανία κι  εμείς  μείναμε  λαβωμένοι  κι αν του γέρου το  κτύπημα  ήταν περαστικό, σ' εμάς  δεν είναι, διότι  ματώνει αλλά χωρίς  να φαίνεται. Αγαπήσαμε  κύριε  πρόεδρε. Ζητάμε  την επιείκεια  του σεβαστού  δικαστηρίου.(κάθεται)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το  δικαστήριο, αφού  έλαβε   υπόψιν την ακροαματική  διαδικασία αποφασίζει: κρίνει  ένοχο τον κατηγορούμενο Σεσέ  Ευάγγελο για  ληστεία μετά  βιαιοπραγίας. Επί  της  ποινής  ο  κύριος  εισαγγελέας.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Δεκαετή κάθειρξη και πενταετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η υπεράσπιση.
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: Το ελάχιστο κύριε  πρόεδρε. Δείξατε την επιείκειά  σας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το  δικαστήριο  επιβάλει  στον  κατηγορούμενο Σεσέ  Ευάγγελο κάθειρξη  οκτώ  ετών  και  έξι   μηνών  και  τριετή  στέρηση πολιτικών  δικαιωμάτων. Λύεται  η συνεδρίαση.
ΣΕΣΕΣ: Α ρε  Χλεμπόνα, όνειρο τα 'δες;
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: Μη φοβάσαι, θα  κάνουμε  έφεση, εκεί  θα  καθαρίσουμε.
ΣΕΣΕΣ: (λυπημένα)  Ή θα μας καθαρίσουνε!!!
(Δύο αστυφύλακες  τον παίρνουν, βγαίνει  προς  τα έξω φανερά  λυπημένος. Στην άλλη άκρη  ο  δικηγόρος  συζητά  γελώντας  δυνατά  με  τον πρόεδρο  και τον εισαγγελέα. Πριν την έξοδο τον σταματούν  οι  δημοσιογράφοι, τα φλας αστράφτουν  γύρω  του ενώ πέφτει  η
Α            Υ            Λ         Α            Ι               Α
Μάρτιος   1990
 
 
Το κείμενο είχε γραφτεί σε γραφομηχανή. OCR 2022. Με την οπτική αναγνώριση χαρακτήρων μπορεί, παρά την προσεκτική διόρθωση, να έχουν ξεφύγει κάποια λάθη τα οποία θα διορθωθούν συν τω χρόνω. Είναι προγραμματισμένο να επανασχεδιασθεί σύντομα.
Σ.Π.Π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου