Άντον Τσέχωφ
«Μια τραγωδία»
Κωμωδία μονόπρακτη
Διασκευή:
Σ.Π.Παπασηφάκης
Η διασκευή έγινε από το
θεατρικό του Τσέχωφ που κυκλοφόρησε
στις 12 Σεπτεμβρίου
1926, από το περιοδικό «μπουκέτο»
Το παρόν μπορεί να
χρησιμοποιηθεί
από Σχολεία ή
Συλλόγους στα πλαίσια των εκδηλώσεών τους.
Απαραίτητη
προϋπόθεση να αναφέρεται και το όνομα
του διασκευαστή.
Απαγορεύεται η
ανάρτησή της διασκευής σε ιστοσελίδα ή
ιστολόγιο
χωρίς άδεια.
ΠΡΟΣΩΠΑ
Ιβάν
Τολκατσώφ, οικογενειάρχης
Πιότρ Μουράσκιν, φίλος του
(Η σκηνή στην Πετρούπολη στο σπίτι του Μουράσκιν. Σπίτι μεσοαστικό. Ο Μουράσκιν κάθεται στο γραφείο του και γράφει. Μπαίνει ο Τολκατσώφ φορτωμένος διάφορα δέματα. Περιφέρει το βλέμμα του ένα γύρω, αφήνει τα πράγματά του και πέφτει ολότελα εξαντλημένος σε μια πολυθρόνα.)
ΜΟΥΡΑΣΚΙΝ:
Καλημέρα, Ιβάν Τολκατσώφ!... Πώς μας θυμήθηκες;… Από πού έρχεσαι;…
ΤΟΛΚΑΤΣΩΦ:
(Λαχανιασμένος) Καλέ μου, χρυσέ μου… έχω μια παράκληση να σου κάνω… Σε
παρακαλώ… δάνεισέ μου ως αύριο το ρεβόλβερ σου… Δείξε έτσι ότι είσαι φίλος μου!
ΜΟΥΡΑΣΚΙΝ:
Τι το χρειάζεσαι το ρεβόλβερ μου;
ΤΟΛΚΑΤΣΩΦ: Μου χρειάζεται… Ω! ουρανέ!... Δώσε μου λίγο νερό… Γρήγορα νερό!... (Του βάζει από μία κανάτα νερό σε ένα ποτήρι. Πίνει) Θέλω το ρεβόλβερ σου. Πρόκειταιαι να περάσω απόψε ένα σκοτεινό δάσος… και, για κάθε ενδεχόμενο, δάνεισέ μου το ρεβόλβερ σου… Κάνε μου αυτή τη χάρη.
ΜΟΥΡΑΣΚΙΝ:
Τι είναι αυτά που λες, Ιβάν; Που διάβολο το φαντάστηκες το δάσος; Κάτι άλλο
έχεις μέσα στο κεφάλι σου… Το βλέπω από τα μούτρα σου πως έχεις κάποια κακή
ιδέα στο μυαλό σου. Μα τι σου συμβαίνει; Πες μου…
ΤΟΛΚΑΤΣΩΦ:
Περίμενε, άφησέ με να αναπνεύσω… Ω, είμαι κουρασμένος σαν το μουλάρι… Δε μπορώ
πια ν’ αντέξω... Δεν είναι ζωή αυτή… Αν
είσαι φίλος μου, χωρίς να μου ζητάς εξηγήσεις, χωρίς να θέλεις να μάθεις τις
λεπτομέρειες… δάνεισέ μου το ρεβόλβερ σου… Σε παρακαλώ…
ΜΟΥΡΑΣΚΙΝ:
Έλα, φτάνει πια… Ιβάν Τολκατσώφ, κάνεις σα γυναίκα… Εσύ ένας οικογενειάρχης,
ένας δημοτικός σύμβουλος!... Ντράψου!...
ΤΟΛΚΑΤΣΩΦ:
Βέβαια, εγώ ένας οι-κο-γε-νει-άρ-χης!... Δε λες καλύτερα ένας μάρτυρας, ένα
φορτηγό ζώο, μαύρος, σκλάβος, ένας φοβητσιάρης που περιμένει πάντα κάτι αντί να
τραβήξει για τον άλλο κόσμο… Είμαι ένα σκουπίδι, ένας βλάκας, ένας ηλίθιος…
Γιατί να ζω; Γιατί; (Σηκώνεται) Ναι. Πες μου γιατί να ζω; Γιατί να υφίσταμαι
αυτή την ατέλειωτη σειρά των ψυχικών και σωματικών μαρτυρίων;… Όχι, όχι, όχι!
Φτάνει πια, φτάνει!...
ΜΟΥΡΑΣΚΙΝ:
Μη φωνάζεις, θα σ’ ακούσουν οι γείτονες…
ΤΟΛΚΑΤΣΩΦ:
Δεν πα ν’ ακούσουν, το ίδιο μου κάνει!... Αν δε μου δώσεις εσύ … (Τον πιάνει
και τον ταρακουνάει ελαφρώς) το ρεβόλβερ που σου ζητάω, ένας άλλος θα μου το
δώσει… Μαα μα τι θέλεις λοιπόν; Να βρεθεί κανείς εκεί στα σκοτεινά και να με
ξεκάνει πριν τη ώρα μου;
ΜΟΥΡΑΣΚΙΝ:
Πρόσεχε, μου ’βγαλες ένα κουμπί. Καλά, καλά, πάω να σου το φέρω. (το φέρνει και
το ακουμπά στο τραπέζι) Οι σφαίρες είναι σ’ αυτό το κουτάκι. Μα μίλα ψύχραιμα. Πες μου! Δε μπορώ να
καταλάβω γιατί είσαι τόσο δυσαρεστημένος από τη ζωή σου.
ΤΟΛΚΑΤΣΩΦ:
Γιατί;... Ρωτάς κιόλας;... Καλά θα σου πω! Θα σου τα πω όλα κι ίσως ξαλαφρώσω
έτσι την καρδιά μου… Ας κάτσουμε… Έ λοιπόν, άκου… Δεν θα σου πω τα περασμένα… Θα σου διηγηθώ μόνο την ιστορία
της σημερινής μου ημέρας… Όπως ξέρεις, από τις δέκα έως τις τέσσερις είμαι
υποχρεωμένος να βρίσκομαι στο γραφείο μου… Η ζέστη είναι ανυπόφορη σ’ αυτό… Και
μύγες; Εκατομμύρια!... Άσε την αταξία που βασιλεύει κει μέσα! Ο γραμματεύς
είναι με άδεια, ο Κραπώφ έχει φύγει για να παντρευτεί, ο βλάκας, κι οι
διεκπεραιωτές γλεντοκοπάνε όλη νύχτα με γυναίκες στους χορούς και στα θέατρα
και την άλλη μέρα κοιμούνται όρθιοι. Όλοι τους κοιμούνται όρθιοι. Και δουλειά
διαβολεμένη, ξεθεωτική… Πληροφορίες, αναφορές, αναφορές πληροφορίες… Μια
μονότονη δουλειά σαν τα κύματα που έρχονται το ένα ύστερα από τ’ άλλο. Όλα αυτά
μπορούν να σε κάνουν να βγάλεις τουλάχιστο τα μάτια σου από τις κόχες τους....
Δώσε μου νερό να πιω… (Του βάζει κι άλλο νερό στο ποτήρι) Κι ύστερα απ’ όλα
αυτά νομίζεις ότι πάω στο σπίτι μου, να φάω και να χωθώ στο κρεβάτι μου… Α! Όοοχι…
Σκέψου ότι κάθομαι σε μία βίλα στην εξοχή, πράγμα που σημαίνει ότι είμαι
σκλάβος, χαμάλης, αγωγιάτης… Μόλις γυρίζω στη βίλα, αμέσως ακούω: τρέχα στην
πόλη να ψωνίσεις τούτο, να παραγγείλεις εκείνο… Και δε φτάνουν μόνο οι
παραγγελίες της γυναίκας μου… Αλλά έχω και τους γείτονες που όταν σε βλέπουν να
πηγαίνεις στην πόλη σε φορτώνουν παραγγελίες… Η γυναίκα μου έχει την αξίωση να
πάω να μαλώσω με τη μοδίστρα της γιατί της έφτιαξε ένα κορσάζ πολύ φαρδύ
μπροστά και πολύ στενό στους ώμους…
Έπειτα με στέλνει να αλλάξω τα παπούτσια της μικρής Σόνιας. Η κουνιάδα μου με
φορτώνει να της αγοράσω είκοσι δράμια μετάξι κόκκινο και μου δίνει και δείγμα.
Μα στάσου, να ο κατάλογος! (Βγάζει από την τσέπη του ένα κατάλογο και τον
διαβάζει. Όσο διαβάζει τον κατάλογο, ανεβάζει τον τόνο της φωνής του, δείγμα
του άγχους που τον διακατέχει) Ένα γλόμπο της λάμπας. Μια λίτρα μορταδέλα. Μια
δεκάρα γαρύφαλλα και κανένα ρετσινόλαδο για το Μιχάλη. Δυο λίτρες ζάχαρη σκόνη.
Εδώ μου γράφει να θυμηθώ να πάρω από το σπίτι το λεβέτι και το γουδί. Φανικό
οξύ, πιπέρι, οδοντόκρεμα. Είκοσι μποτίλιες μπύρα. Ξύδι κι έναν κορσέ για τη δεσποινίδα Σανσό, νούμερο
52… Ουφ! Κανονικά νούμερο 72 ήθελε αυτή αλλάαα… Αυτές είναι οι διαταγές της
κυρίας και της οικογένειας. Και τώρα ερχόμαστε στις παραγγελίες των προσφιλών
γειτόνων και γνωρίμων που ο διάολος να τους πάρει! Αύριο, στου Βλασσίν,
γιορτάζει ο γιος τους, πρέπει να του αγοράσω ένα ποδηλατάκι. Η συνταγματαρχίνα
Βρικίν βρίσκεται σ’ ενδιαφέρουσα κατάσταση και γι’ αυτό πρέπει να πηγαίνω
καθημερινώς στη μαμή της και να την κρατάω ενήμερη. Και τα λοιπά. Έχω άλλους πέντε
καταλόγους μεσ’ στην τσέπη μου και το μαντήλι έχει γίνει ένα σκοινί από τους
κόμπους για να μην ξεχνώ τι έχω να κάνω. Έτσι λοιπόν φίλε μου, κατά το διάστημα
που μεσολαβεί από την ώρα που φεύγω από το γραφείο μου, ως την ώρα που παίρνω
το τρένο, τρέχω μέσα στην πόλη σα σκύλος με τη γλώσσα έξω. Και τώρα άκου ακόμα…
Φθάνω επιτέλους στη βίλαα. Θα ’πρεπε, ύστερα απ’ όλες αυτές τις αγγαρείες, να
πιω, να φάω και να κοιμηθώ. Μα δε συμβαίνει τίποτα απ’ αυτά. Η χαριτωμένη
γυναικούλα μου περιμένει το γυρισμό μου απ’ το πρωί. Μόλις καταπιώ τη σούπα μου
μ’ αρπάζει αμέσως, σα σκλάβος της που είμαι και με τραβάει σε παράσταση θεάτρου
ή σε κανένα χορό… Μη σκεφτείς να διαμαρτυρηθείς. Είσαι σύζυγος και η λέξη
σύζυγος στη διάλεκτο της εξοχής σημαίνει ένα ζώο βουβό που μπορεί κανείς να το
κουβαλάει ή να το φορτώνει όσο θέλει χωρίς φόβο ότι η κοινωνία που προστατεύει
τα ζώα θα ενδιαφερθεί. Πηγαίνεις στην παράσταση και κοιτάς σα χαμένος το ηλίθιο
πεντάπρακτο κοινωνικό δράμα: «Το σκάνδαλον μιας ευγενούς οικογενείας».
Χειροκροτείς μόλις σε διατάξει η σύζυγός σου. Στο χορό πάλι, πρέπει να βλέπεις
πώς χορεύουν και να προμηθεύεις καβαλιέρους στη γυναίκα σου, αν δεν υπάρχουν
χορευτές πρέπει να χορέψεις ο ίδιος καντρίλιες. Γυρίζεις μετά τα μεσάνυχτα από το θέατρο ή απ’
το χορόο. (Πεσμένα) Δεν είσαι πια άνθρωπος. Είσαι ένα ερείπιο. Επιτέλους
φτάνεις στο τέλος: γδύνεσαι και πέφτεις στο κρεβάτι, θαυμάσια! Δεν έχεις παρά
να κλείσεις τα μάτια και να κοιμηθείς!... Τα παιδιά έχουν κοιμηθεί και δε
φωνάζουν πια, η γυναίκα σου ροχαλίζει, η συνείδησή σου είναι ήσυχη. Δεν υπάρχει
τίποτε καλύτερο σ’ αυτό τον κόσμο. Αποκοιμιέσαι κι έξαφνα… ζζζζ… Τα κουνούπια
(Αναπηδάει). Τα κουνούπια!... Πανάθεμά τα για κουνούπια!... (Σηκώνει τις
γροθιές του). Αυτά είναι πληγή του Φαραώ, Ιερά Εξέτασις!... Ζζζζζ… Βομβούν τόσο
κλαψιάρικα, τόσο λυπημένα που φαίνονται σα να σου ζητούν συγνώμη, μα σε
τσιμπούν τόσο δυνατά, τα άθλια, που ύστερα ξύνεσαι μια ώρα ολόκληρη. Χώνεσαι
κάτω από τις κουβέρτες μα του κάκου! Στο τέλος φτύνεις από το πείσμα σου και
παραδίδεσαι στο μαρτύριο: φάτε με καταραμένα!... Όσο και να φάτε κάτι θα
μείνει… Με τα πολλά ξυπνώ στις έξι το πρωί και φεύγω για το σταθμό για να πάρω
το τρένο. Τρέχω, φοβάμαι μήπως έχω αργήσει και έχει λάσπη, ομίχλη, κάνει κρύο
μπρρρ… Και φτάνοντας στην πόλη, αρχίζω πάλι την ίδια ιστορία… Να, φίλε μου, μια
ζωή σου λέω τιποτένια, ελεεινή… Ούτε ο εχθρός σου να μην ευχηθείς να ζει έτσι…
Και, μάθε το κι αυτό, αυτή η ζωή μ’ αρρώστησε… Έχω άσθμα, πόνους στο στομάχι…
Δύσπνοια, ζάλες… Θα το πιστέψεις; Έχω
γίνει νευρασθενικός. (κοιτάζει γύρω του) Μα αυτό μεταξύ μας. Θα πάω να
συμβουλευτώ κανέναν καλό ψυχίατρο. (Συμπερασματικά) Να που καταντάει κανένα η
ζωή της εξοχής στη βίλα… Και κανείς δε σε λυπάται, δεν ενδιαφέρεται για σένα.
Νομίζουν ότι όσα γίνονται έτσι έπρεπε να γίνουν. Κα γελούν μαζί σου.
ΜΟΥΡΑΣΚΙΝ:
Σε λυπάμαι.
ΤΟΛΚΑΤΣΩΦ: Το βλέπω πως με λυπάσαι!... Αντίο… Ωχ παρά λίγο να το ξεχάσω (προσθέτει μερικές αγορές ακόμη με ένα μικρό μολύβι στη λίστα) Πάω ν’ αγοράσω ρέγγες, μουρταδέλα… Μπα, ξέχασα δεν πήρα και την οδοντόκρεμα… Ω Θε μου, υπάρχει φόβος να χάσω το τρένο.
ΤΟΛΚΑΤΣΩΦ:
Στο Σάπιο Ποτάμι.
ΜΟΥΡΑΣΚΙΝ:
(χαρούμενος) Αλήθεια! Άκου, γνωρίζεις κάποια που παραθερίζει εκεί, μια Όλγα
Πάβλοβνα Φίνμπεργκ;
ΤΟΛΚΑΤΣΩΦ:
Ναι, έχουμε και σχέσεις μάλιστα…
ΜΟΥΡΑΣΚΙΝ:
Τι μου λες;… Αυτό θα πει τύχη!... Ουρανοκατέβατος είσαι!... Θα είχες την
καλοσύνη να μου κάνεις…
ΤΟΛΚΑΤΣΩΦ:
Τι; (υποψιασμένος)
ΜΟΥΡΑΣΚΙΝ:
Καλέ μου, αγαπημένε μου, να μου κάνεις μια μικρή εκδούλευση κι έτσι να μου
αποδείξεις ότι είσαι φίλος μου. Έλα, δώσε μου το λόγο της τιμής σου ότι θα την
κάνεις…
ΤΟΛΚΑΤΣΩΦ:
Τι λοιπόν; (αγριεμένος)
ΜΟΥΡΑΣΚΙΝ:
Στο εξορκίζω στη φιλία μας, πατερούλη Ιβάν… Εν πρώτοις χαιρέτησέ την εκ μέρους
μου την Όλγα Παβλόβνα και πες της πως είμαι καλά και της φιλώ το χέρι. Κι
ύστερα της δίνεις ένα αντικείμενο που θα σου δώσω. Μου ανέθεσε να της αγοράσω μία
ραπτομηχανή και δεν έχω κανένα να της τη
στείλω… Θα την πας, φίλε μου… Συγχρόνως κάνεις τον κόπο να της πας κι αυτό το
κλουβί με το καναρίνι… Μονάχα να προσέχεις γιατί η πόρτα του δεν είναι και τόσο
γερή… Τι με κοιτάς έτσι;
ΤΟΛΚΑΤΣΩΦ: Μια ραπτομηχανή… ένα καναρίνι στο κλουβί…
σπίνοι, καρδερίνες, κοτσύφια…
ΜΟΥΡΑΣΚΙΝ: Τι έπαθες Ιβάν Τολκατσώφ; Γιατί έγινες
κατακόκκινος;
ΤΟΛΚΑΤΣΩΦ:
(Με προσποιητό ύφος ανεβάζοντας σταδιακά τον τόνο της φωνής του) Μα τι λες
σεβαστέ Μουράσκιν, πατερούλη Πιότρ; Ότι
θέλεις, εγώ είμαι εδώ. Φέρε τη ραπτομηχανή. Τι κάθεσαι; Φέρε και το κλουβί. Και
για την πορτούλα, μη γνοιάζεσαι. Θα τη δέσω εγώ! Δε θα κουνήσει ρούπι!
(Γονατίζει) Καβάλησε κι εσύ ο ίδιος στην πλάτη μου. (Χτυπά τον αυχένα του με το
δεξί του χέρι) Θα σε πάω στην Όλγα Παβλόβνα να της δώσεις προσωπικώς τα
σεβάσματά σου. Έλα, τι κάθεσαι; Τι με κοιτάς αποσβολωμένος. Ανέβα και συ στη
ράχη μου! Έχει σκεβρώσει αλλά αντέχει ακόμη!... Χτύπα με κι εσύ! Βασάνισέ με! (Σηκώνεται,
παίρνει το ρεβόλβερ κι αρχίζει να το γεμίζει με σφαίρες από το κουτάκι)
ΜΟΥΡΑΣΚΙΝ: (Πανικόβλητος) Μαα συγκρατήσου σεβαστέ
Τολκατσώφ, εεε πατερούλη Ιβάν! Τι σε έπιασε τώρα; (Κάνοντας τις παλάμες κατά
κάτω) Συγκρατήσου!... Μαα γιατί γεμίζεις το όπλο… Δεν πιστεύω νααα;… Παναγία
μου!... (Τρέχει προς την έξοδο ενώ ο Τολκατσώφ, αφού ρίχνει δυο σφαίρες στον
αέρα, τον παίρνει στο κατόπι και βγαίνει από τη σκηνή ενώ πέφτει η
αυλαία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου