Αγκόπ ο κρύος
Κωμωδία μονόπρακτη
Ελεύθερη διασκευή Σ.Π.Παπασηφάκη
από το ομώνυμο διήγημα του Δημήτρη Ψαθά
από τη συλλογή διηγημάτων
«Η Θέμις έχει κέφια»
Το παρόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί
από σχολεία ή Συλλόγους στα πλαίσια των εκδηλώσεών τους.
Απαραίτητη προϋπόθεση να αναφέρεται το όνομα
του διασκευαστή.
Απαγορεύεται η ανάρτησή του σε ιστοσελίδα ή ιστολόγιο
καθώς και η διασκευή του χωρίς άδεια.
Διανομή
Περικλής
Φωφώ
Πρόεδρος
Αγκόπ
Μάρτυρας Α΄
Μάρτυρας Β΄
Δικηγόρος
αυλαία
Κωμωδία μονόπρακτη
Ελεύθερη διασκευή Σ.Π.Παπασηφάκη
από το ομώνυμο διήγημα του Δημήτρη Ψαθά
από τη συλλογή διηγημάτων
«Η Θέμις έχει κέφια»
Το παρόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί
από σχολεία ή Συλλόγους στα πλαίσια των εκδηλώσεών τους.
Απαραίτητη προϋπόθεση να αναφέρεται το όνομα
του διασκευαστή.
Απαγορεύεται η ανάρτησή του σε ιστοσελίδα ή ιστολόγιο
καθώς και η διασκευή του χωρίς άδεια.
Διανομή
Φωφώ
Πρόεδρος
Αγκόπ
Μάρτυρας Α΄
Μάρτυρας Β΄
Δικηγόρος
(Η σκηνή στο μονομελές. Στην
έδρα ο πρόεδρος συνοφρυομένος και μπουρινιασμένος ως συνήθως. Στο έδρανο
βρίσκεται ο μηνυτής. Είναι μεσόκοπος, ήρεμος, γαλήνιος άνθρωπος. Στην αίθουσα,
ανάμεσα στον κόσμο είναι και η Φωφώ, η γυναίκα του μηνυτή. Ικανών διαστάσεων
άνθρωπος, που δεν θα ήθελες να μαλώσεις μαζί του. Παρακολουθεί τη δίκη με
ιδιαίτερο ενδιαφέρων.)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Λοιπόν κύριε Περικλή
για πέστε μας τι ακριβώς συνέβη και μηνύετε τον κατηγορούμενοοο (κοιτάζει τα
χαρτιά του) τον κατηγορούμενο Αγκόπ …Τσιγκινιάν;
ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Κύριε πρόεδρε, εγώ
είμαι ένας ήσυχος άνθρωπος. Οικογενειάρχης. Πήγα λοιπόν σπίτι μου μια ωραία
μέρα και με περίμενε η γυναίκα μου σε έξαλλη κατάσταση.
-Τι έχεις Φωφώ μου, τη ρώτησα.
-Αισχρέ, μου απαντάει.
-Χρυσή μου!
-Ανήθικε!
Έχεις το θράσος και μου μιλάς, μου λέει
θρασύδειλε, Καζανόβα, Κυανοπώγων, Σαρδανάπαλε, Δον Ζουάν της κακιάς ώρας…..
Αφού μου αράδιασε όλους τους καρδιοκατακτητές που ήξερε, κατόρθωσα να ψελλίσω:
-Μα γιατί όλα αυτά Φωφώ μου;
-Γι αυτό, κάνεις και τον ανήξερο υποκριτή.
Άνοιξε τα στραβά σου. Και μου κολλά στη μούρη τη φωτογραφία μιας νεαρής
κοπέλας. (Κάνει την κίνηση) Ύστερα τη γύρισε
από την άλλη μεριά και μου την ξανακόλλησε. Είχε και αφιέρωση βλέπετε.
«Στον αγαπημένο μου Περικλή, για να θυμάται τις αξέχαστες στιγμές που ζήσαμε
μαζί». Ένα μόνο σας λέω κύριε πρόεδρε, η κουζίνα μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, το
κεφάλι μου άνοιξε από την τηγανιά που έφαγα και η γυναίκα μου ακόμα δε μου
μιλά. Και όλα αυτά εξαιτίας του κατηγορούμενου. Αυτού του Ιάγου. (τον δείχνει)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλαδή;
ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Αυτός είναι που
έβαλε φωτιά στο σπίτι μου κύριε πρόεδρε. Φίλος μου παλιός απέ την Πόλη, που με
τα άνοστα αστεία του πολλές φορές έχει εξαγριώσει κόσμο και κοσμάκη. Αυτός που
έχει τη φήμη μεγάλου σαχλαμάρα και είναι γνωστός με το όνομα «Αγκόπ ο κρύος».
Έτσι τον ξέρει όλος ο κόσμος. Αυτός που έβαλε δυναμίτη στην οικογενειακή μου
γαλήνη και την τίναξε στον αέρα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πέστε μου τι σας
έκανε λοιπόν;
ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Έβαλε τη φωτογραφία
μιας άγνωστης νεαρής γυναίκας, με μια αφιέρωση από πίσω στην τσέπη μου, την ώρα
που είχα βγάλει το σακάκι μου και το είχα ακουμπήσει στην καρέκλα. Το είδε η
γυναίκα μου και σκοτωθήκαμε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και γιατί το έκανε
αυτό;
ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Πού να ξέρω;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλώς. Καθίστε. Να
προσέλθει ο μάρτυρας, εεε ο μάρτυρας (κοιτάει τα χαρτιά του) Νέστορας
Καλαποθάκης.
ΜΑΡΤΥΡΑΣ Α΄: (Πλησιάζει στο
έδρανο) Παρών κύριε πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Λοιπόν μάρτυς, τι
γνωρίζετε για την υπόθεση;
ΜΑΡΤΥΡΑΣ Α΄: Ο κατηγορούμενος
κύριε πρόεδρε, δεν έχει κακούς σκοπούς. Κάνει συχνά αστεία στους φίλους του και
του αρέσει να σκαρώνει φάρσες. Είναι ο αστείος της παρέας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλαδή;
ΜΑΡΤΥΡΑΣ Α΄:Είναι αστείος εκ
φύσεως κύριε πρόεδρε. Είναι γνωστός σε όλο το συνάφι. Ο Αγκόπ ο κρύος. Κανένα
δεν αφήνει στην ησυχία του. Όλο και κάτι θα σκαρώσει. Μ’ αυτά και μ’ αυτά,
βάζουμε και λίγο αλατοπίπερο στη ζωή μας εκεί στον καφενέ. Όλο και κάτι
σκαρώνει λοιπόν. Αλλά και αν δεν σκαρώνει στους άλλους βάζει περίεργα
στοιχήματα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι στοιχήματα;
ΜΑΡΤΥΡΑΣ Α΄: Την άλλη φορά
είχε βάλει στοίχημα ότι μπορεί να φάει δεκαπέντε πάστες!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (έκπληκτος)
Δεκαπέντε πάστες!!!
ΜΑΡΤΥΡΑΣ Α΄: Σοκολατίνες!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι έγινε;
ΜΑΡΤΥΡΑΣ Α΄: Μετά τηη δωδέκατη
τον πήγαμε σηκωτό στο νοσοκομείο για πλύση στομάχου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έβαλε μυαλό
τουλάχιστον;
ΜΑΡΤΥΡΑΣ Α΄: Μπααα! Μυαλό
έβαλε μετά το αρνί. Έβαλε στοίχημα ότι μπορεί να φάει ένα αρνί. Βρέθηκε κάποιος
που τα’χε και για να διασκεδάσει έβαλε το αρνί και τα ψηστικά. Για τοο
καλαμπαλίκι καταλαβαίνετε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και το φαγε;
ΜΑΡΤΥΡΑΣ Α΄: Έφαγε το μισό κι
ύστερα γούρλωσε τα μάτια κι έπεσε τα’ ανάσκελα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και…
ΜΑΡΤΥΡΑΣ Α΄: Εεε! Όσοι ήμασταν
εκεί φάγαμε το υπόλοιπο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κατάλαβα. Καθίστε.
Να προσέλθει ο μάρτυρας (κοιτάζει τα χαρτιά του) Νικήτας Μουσμουλίδης.
ΜΑΡΤΥΡΑΣ Β΄: Παρών κύριε
πρόεδρε. Νικήτας Μουσμουλίδης του Αθηναγόρα και της Μελπομένης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για πες μας κύριε
μάρτυς, τι γνωρίζετε για την υπόθεση. (τονισμένα) Για την υπόθεση.
ΜΑΡΤΥΡΑΣ Β΄: Καλός άνθρωπος ο
κατηγορούμενος κύριε πρόεδρε. Μαζί του διασκεδάζει όλος ο κόσμος. Όταν
βρίσκεται σε κανένα σπίτι, όλοι αυτόν κοιτούν, όλοι αυτόν πειράζουν καθώς τον
βλέπουν να κάνει τα αστεία του. Να αρπάζει το μεγαλύτερο πιάτο, να πιάνει το
κρέας με τα χέρια του, να διαμαρτύρεται διαρκώς ότι πεινά, να βάζει καρφίτσες
στις καρέκλες. Έτσι έβαλε και τη φωτογραφία με την ξένη κοπέλα στην τσέπη του
Περικλή.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλώς. Κατάλαβα.
Καθίστε μάρτυς. (Στον Αγκόπ) Για έλα επάνω εσύ κατηγορούμενε. Λοιπόν είπαμε.
Αγκόπ Τσιγκινιάν.
ΑΓΚΟΠ: Μάλιστα πρόεντρο
εφέντη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για λέγε τι έγινε;
ΑΓΚΟΠ: Τι να πω κύριο
πρόεντρο. Φίλος μου είναι ο Περικλάκης. Φίλος καρντιακός. Ξέραμεν γυναίκα του
πολύ ζηλιάρα είναι, είπαμε εγώ και ο Μάρκος σαλαμάρα να του κάνουμε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σαλαμάρα! Τι θα πει
αυτό.
ΑΓΚΟΠ: Σαλαμάρα! Ντεν
καταλαβαίνει;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι.
ΑΓΚΟΠ: Μανούλα μου, σαλαμάρα
είναι άμα εγώ πειράζω εσένα, χαστούκι σου δίνω, καπέλο σου παίρνω και το πετώ
στο λάσπη, πόντι μου πόντια σου βάνω και πέφτεις χάμω! Καταλαβαίνεις! Σαλαμάρα,
για να γελάσουμε δηλαδή.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σαχλαμάρα θέλεις να
πεις.
ΑΓΚΟΠ: Ναι! Αστείο πώς το
λένε;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και κάνεις συχνά
τέτοια αστεία;
ΑΓΚΟΠ: Ουουου! Μια φορά ο
Αριστειδάκης κοιμόταν στο μαγαζί και στόμας του ανοιχτός ήτανε. Παίρνω μια
κατσαρίδα και τη βάνω στο στόμα του.
Τινάχτηκε ίσαμε το ταβάνι. Μια ώρα έφτυνε. Λύθηκε ο αφαλός μας από τα
γέλια.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μμμ! Πολύ νόστιμο
αυτό!
ΑΓΚΟΠ: Τι να κάνεις πρόεντρο
εφέντη. Πώς να περάσει η ώρα;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και για να περάσει η
ώρα έβαλες τη φωτογραφία στο σακάκι του φίλου σου;
ΑΓΚΟΠ: Ναι μάτια μου. Ο Μάρκος
μου είπε: Γράψε και πίσω από τη φωτογραφία, γυναίκα Περικλάκη πολύ ζηλιάρα
είναι, θα γελάσουμε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τη φωτογραφία
πού τη βρήκες;
ΑΓΚΟΠ: Από το περίπτερο
τζάνεμ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και βάλατε τη
φωτογραφία μιας όμορφης κοπέλας στην τσέπη του φίλου σας για να εξάψετε τη
ζήλεια της γυναίκας του.
ΑΓΚΟΠ: Δεεν τη θυμάμαι καλά
την κοπέλα… Η κοπέλα στη φωτογραφία ζεσταινότανε φαίνεται,…. Καλοκαίρι ήτανε….
Λίγκα ρούχα φορούσε…. (ΠΑΥΣΗ) Πάντως μετά από αυτό, ήρθε ο Περικλάκης πολύ
αγριεμένος στο μαγαζί και πιαστήκαμε στα χέρια.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καταλαβαίνω. Αρκεί.
Με το δίκιο τους σε ονόμασαν κρύο.
ΑΓΚΟΠ: Όχι, τζάνουμ! Αγκόπ με
λένε. Αγκόπ Τσιγκινιάν.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Φτάνει. Φτάνει. Η
υπεράσπιση.
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: Κύριε πρόεδρε, δεν
είχαμε κακούς σκοπούς. Είναι φαιδρά και φιλοπαίγμων η φύσις μας μόνον. Ρίξαμε
κάποτε μια κατσαρίδα στο στόμα κοιμώμενου φίλου μας για να γελάσουμε. Για τον
ίδιο λόγο βάλαμε και τη φωτογραφία στην τσέπη άλλου φίλου μας. Αλλά και τον
εαυτόν μας πειράζομεν. Για να διασκεδάσουμε τους φίλους μας, εφάγαμε δώδεκα
πάστες στην καθισιά, με κίνδυνον να πάθομεν εν μία νυκτί ζάχαρον. Σε ότι
κάμνομεν ουδείς δόλος υπάρχει. Ούτε υπόνοια κακού σκοπού.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (με συγκατάβαση)
Αθώος ο κατηγορούμενος. Αθώος λόγω …βλακείας. (προς τον κατηγορούμενο) Και
φρόντισε από δω και μπρος να περιορίσεις τις …σαλαμάρες.
ΦΩΦΩ: (έρχεται κοντά στον
Περικλή ως μετανοούσα Μαγδαληνή) Συγνώμη Περικλάκη μου.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Έλα βρε Φωφώ μου! Τι
φαντάστηκες, ότι μετά από τόσα χρόνια θα ρεζίλευα το στεφάνι μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου